Και
του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί
Για
τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο
Μα
στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Τώρα,
τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ
Λέω
το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι,
Του
δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω
Oνόματα
σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας.
Α,
φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.
Μανόλης
Αναγνωστάκης, Στο παιδί μου
Συζητώντας
στο Σεμινάριο για το πως φτιάχνονται τα παραμύθια, προσπαθούσα
να καταλάβω γιατί, σώνει και καλά, οι σύγχρονοι συγγραφείς παιδικών βιβλίων
έχουν μια εμμονή με το happy end. Και βεβαίως με την πολιτική ορθότητα. Ακόμη
κι όταν γράφουν για δύσκολα θέματα, όπως ο ρατσισμός, ο σχολικός εκφοβισμός, η
φτώχεια, η ανεργία, η μετανάστευση φροντίζουν να "λειάνουν τις
γωνίες". Φροντίζουν να είναι "αντικειμενικοί". Στο τέλος να
επικρατεί το "σωστό". Η δικαιοσύνη. Η κάθαρση...
Η
πιο σκληρή πραγματικότητα τελειώνει με χαμόγελα. Κι εκεί που είχες προσγειωθεί
στη γη, βρίσκεσαι ξανά στο γαλάζιο ή ροζ συννεφάκι. Εκεί όπου όλα μπορούν να
διορθωθούν, αρκεί να υπάρχει θέληση και αγάπη.
Υποθέτω
πως και οι εκδοτικοί οίκοι θα ήταν διστακτικοί απέναντι σε βιβλία που
προορίζονται για παιδιά και οι ιστορίες τους δεν έχουν καλό τέλος.
Αν
ο Όσκαρ Ουάιλντ ή ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν ζούσαν σήμερα, είναι πολύ πιθανό ο
εκδότης τους να τους πίεζε να αλλάξουν λίγο
το τέλος.
- Ο Εγωιστής Γίγαντας να μην πέθαινε αλλά να ζούσε αιωνίως ευτυχής με τα παιδιά που έπαιζαν στον κήπο του. Ίσως να έπρεπε να παντρευτεί κιόλας γιατί είναι ύποπτο ένας ανύπαντρος ενήλικος να παίζει στον κήπο του με ανήλικα παιδιά.
- Η πολιτεία θα τιμούσε τον Ευτυχισμένο Πρίγκιπα και το χελιδόνι που βοηθούσε τους φτωχούς θα ταξίδευε στο νότο με αεροπλάνο, όπου θα συναντούσε τους φίλους του και την επόμενη χρονιά όλα τα χελιδόνια θα βοηθούσαν τους φτωχούς, μέχρι τελικής εξαλείψεως τέτοιων κοινωνικών φαινομένων
- Η Μικρή Γοργόνα θα ζούσε το μισό χρόνο στη στεριά και τον άλλο μισό στη θάλασσα με τον Πρίγκιπά της
- Το κοριτσάκι με τα σπίρτα θα το βοηθούσε ένας φιλεύσπλαχνος περαστικός και θα μεγάλωνε μαζί με τα παιδιά του σε ένα νέο, ευτυχισμένο σπιτικό.
- Ο μολυβένιος στρατιώτης θα μεταμορφωνόταν σε άνθρωπο, θα του χάριζε κάποιος σύλλογος ένα καινούργιο πόδι και θα γινόταν πρωταθλητής. Εννοείται πως θα ζούσε για πάντα με την μπαλαρίνα του και θα αποκτούσαν πολλά παιδιά.
Όλα
αυτά που μας συγκίνησαν, ακόμη κι αν μας έκαναν να κλάψουμε κάποτε και να θέλουμε
τα πράγματα να είναι αλλιώς, να φανταζόμαστε ένα άλλο καλύτερο τέλος, είναι τα
παραμύθια που μας κάνουν ως ενήλικες να μη δεχόμαστε τη γκρίζα πραγματικότητα.
Να αντιδρούμε. Να αγωνιζόμαστε ακόμη κι όταν μοιάζει μάταιο. Να ξέρουμε πως δεν
είναι μόνο η νίκη αυτό που μετράει.
«Η
μάχη να δίνεται μετά την αηδία και την επίγνωση της ματαιότητας –μη συναντηθείς
σε καμιά παρακαμπτήριο μαζί τους» , λέει και πάλι ο Αναγνωστάκης.
Γιατί
άραγε να θέλουμε να μεγαλώνουμε τα παιδιά μας μέσα σε γυάλινους κώδωνες; Γιατί έχουμε την –εσφαλμένη- εντύπωση ότι έτσι
τα προστατεύουμε; Γιατί αυτό έχει πάρει πια τη μορφή μιας κυρίαρχης ιδεολογίας
στον κόσμο του παιδικού βιβλίου;
Γράφοντας
πρώτα την «Κούπα του Πτολεμαίου», θέλησα στο τέλος η νίκη της παρέας των παιδιών
να είναι «πύρρεια». Ο κακός της ιστορίας να μην πετύχει τον στόχο του από τη μια,
αλλά –όπως συμβαίνει δυστυχώς και στην πραγματική ζωή- να μην πληρώσει από την άλλη.
Αυτό
θα φέρει στη σκέψη και στη καρδιά των παιδιών ένα «γιατί;».
Αυτό
το μαγικό «γιατί» είναι που μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.
Όπως
το περίφημο “Why?” του
πολέμου του Βιετνάμ.
Το
καλό τέλος, είναι ευχάριστο, αλλά φοβάμαι ότι αποκοιμίζει. «Χαϊδεύει τα αυτιά,
γιατί ακούγοντάς το εφησυχάζει η ψυχή μας», θα έλεγα σε μια παραφθορά των στίχων
του Σαββόπουλου.
Δεν
είναι καθόλου τυχαία η Χολιγουντιανή εμμονή με το Happy End.
Ας
προβληματιστούμε λιγάκι πριν το επόμενο βιβλίο μας τελειώσει με αγκαλιές, φιλιά,
αγάπες, αναγνώριση των λαθών, συμφιλίωση…
Κανείς για της γιαγιάς μου την αγάπη,
δε σκότωσε το Δράκο ή τον Αράπη,
και να της φέρει αθάνατο νερό.
Ναι.
Διαβάστε όλο το ποίημα και σκεφτείτε το λίγο πριν βάλετε τη λέξη τέλος στο επόμενο
βιβλίο σας:
βασιλοπούλες και καλοκυράδες,
από τις ξένες χώρες βασιλιάδες
και καβαλάρηδες απάνω στ’ άτι.
ανάμεσα από δυο χλωμές λαμπάδες
περνούσανε και σαν τραγουδιστάδες
τής τραγουδούσαν —ποιος το ξέρει— κάτι.
δε σκότωσε το Δράκο ή τον Αράπη,
και να της φέρει αθάνατο νερό.
μ’ απάνω —μια φορά κι έναν καιρό—
ο Αρχάγγελος χτυπούσε τα φτερά του.
Λάμπρος Προφύρας, Το στερνό παραμύθι