Ένα παραμύθι για το καλοκαίρι με ζωγραφιές της Στεφανίας Βελδεμίρη
-Της κίτρινης πριγκίπισσας, της άρεσαν οι πρίγκιπες που φορούσαν μπλουτζίν. Αγαπούσε τα φεγγάρια και απορούσε που όλοι βλέπανε μόνο ένα στον ουρανό. Εκείνη, τα βράδια συνήθιζε να πίνει ένα ποτήρι κατακόκκινο κρασί περπατώντας αργά, στους δρόμους της πολιτείας και να μετράει φεγγάρια, ενώ κάποιοι γύρω της μετρούσαν τα αστέρια. Κι απορούσε. Που δεν τα έβλεπαν. Τι κρίμα... Μια νύχτα, καθώς βάδιζε αργά και κοιτούσε ψηλά, άκουσε μια σιγανή φωνή να ρωτάει: "11 είναι τα φεγγάρια σήμερα κοπελιά ή μήπως δέκα;". "Δέκα", του αποκρίθηκε εκείνη "το ένα είναι ο ανεμοδείκτης του πύργου". Η πριγκίπισσα ένιωσε τα πόδια της να χάνουν τη επαφή με τη γη. Λίγο κρασί χύθηκε στο δρόμο. Πετούσε;
-Δε μου τα λες καλά γιαγιά, της είπε η πριγκίπισσα χωρίς όνομα.
-Γιατί παιδί μου;
-Αποκλείεται να έπινε κατακόκκινο κρασί η κίτρινη πριγκίπισσα. Εσύ δε μου έλεγες πως της άρεσε μόνο ότι είναι κίτρινο;
-Εντάξει, εντάξει… Θα το πω πάλι…
-…έπινε λοιπόν λεμονάδα
-Μα δεν είναι κίτρινη η λεμονάδα!
-Ναι, αλλά είναι κίτρινα τα λεμόνια.
-Καλά…
-…έπινε λοιπόν λεμονάδα, περπατώντας αργά στους δρόμους της πόλης, συνέχισε η γιαγιά και το παραμύθι κυλούσε ομαλά…
Τα ματάκια της πριγκίπισσας χωρίς όνομα άρχισαν να κλείνουν. Τώρα αυτή ήταν που πετούσε πάνω από ένα λιβάδι με κατακίτρινες μαργαρίτες… «Σιγά μην άρεσαν στη κίτρινη πριγκίπισσα και οι κατακόκκινες παπαρούνες», ήταν η τελευταία της σκέψη… «Τρελάθηκε η γιαγιά!»
Αν όμως η πριγκίπισσα χωρίς όνομα κοιμήθηκε, το παραμύθι ήταν αδύνατον να σταματήσει. Κι ας σώπαινε η γιαγιά κοιτάζοντας κάποιο μακρινό σημάδι στον ουρανό κι αργοκουνώντας το κεφάλι…
Η κίτρινη πριγκίπισσα συνέχισε λοιπόν να πετάει. Κι αυτή βεβαίως είχε όνομα. Την έλεγαν Χρυσάνθη. Κι αυτό το όνομα σιγοψιθύριζε πίσω της η φωνή καθώς η ίδια υψωνόταν πάνω από τον Κίτρινο Ποταμό και έβλεπε τις αγαπημένες της όχθες να απομακρύνονται.
Η φωνή συνέχιζε μονότονα «Χρυσάνθη», «Χρυσάνθη», «Χρυσάνθη»… Κι ήταν από πάνω ζαλισμένη: Τι το ήθελε το κρασί, αυτή που έπινε μόνο λεμονάδα;
Μη βιαστείτε να δώσετε δίκιο στη γιαγιά: Τίποτε κόκκινο δεν θα έπινε η Κίτρινη πριγκίπισσα.
Καθώς αυτή πετάει ας γυρίσουμε λίγο το χρόνο πίσω, εκείνη τη μέρα που περπατούσε στην αγορά. Είχε γεμίσει το καλάθι της με λεμόνια, μπανάνες, κίτρινα μήλα, καλαμπόκια, όταν ένα καινούργιο άρωμα έφτασε στα ρουθούνια της… «Αυτό είναι κάτι κίτρινο», είπε στη γυναίκα που τη συνόδευε.
Πραγματικά πλησίασε τον πάγκο του Κινέζου. Ο Κινέζος, ήταν ο αγαπημένος της. Πάντα κάτι καινούργιο και λαχταριστό είχε ανάμεσα στα εμπορεύματά του…
Αυτή η μυρωδιά έβγαινε από ένα μόλις ανοιγμένο μπουκάλι.
-Τι είναι αυτό; Τον ρώτησε
-Huangjiu, πριγκίπισσα. Το κίτρινο κρασί. Το φτιάχνουν στην πατρίδα μου από ρύζι, κεχρί και σιτάρι . Το πίνουμε ζεστό ή κρύο, βάζουμε και στο φαγητό. Εμένα μου θυμίζει τα λιβάδια της πατρίδας μου το καλοκαίρι…
Δεν ήθελε και πολλά για να αγοράσει μερικά μπουκάλια για το παλάτι η Κίτρινη πριγκίπισσα.
Δοκίμαζε λίγο- λίγο τα βράδια μετρώντας τα φεγγάρια. Άρχισε να νιώθει παράξενα μετά από λίγες μέρες. Κάτι σαν πυρετό του ταξιδιού. Αλλά κανένα ταξίδι δεν προβλεπόταν πριν το τέλος της Άνοιξης…
…Και να που τώρα πετάει με άγνωστο προορισμό. Ευτυχώς το κίτρινο κρασί την κρατά ζεστή και θαρραλέα…
Όμως θέλει πολύ κουράγιο για να μείνεις ψύχραιμος όταν το φόρεμα σου γίνεται ξαφνικά από κατακίτρινο κατακόκκινο κι όταν βλέπεις έναν πράσινο δράκο να σε πλησιάζει και καταλαβαίνεις ότι αυτός ήταν που ψιθύριζε τόση ώρα το όνομα σου!
Ένας ουρανός γεμάτος …κρόκους!
-Αν νομίζεις όμως ότι τα παράξενα τέλειωσαν, δεν είδες ακόμα τίποτε, είπε ξαφνικά η γιαγιά λες και διάβαζε τις σκέψεις της πριγκίπισσας χωρίς όνομα. Λες και ρεμβάζοντας προς το νυχτερινό ουρανό κατάφερνε ακόμη να διηγείται την ιστορία της χωρίς να μιλά…
Τώρα όμως τα λόγια της ακούγονταν καθαρά:
-Ο Δράκος χάθηκε λες και είχε τελειώσει η αποστολή του. Μαζί του έφυγε και ο ψίθυρος. Η Χρυσάνθη- η Κίτρινη Πριγκίπισσα, κατέβαινε αργά -αργά προς τη γη. Κάτω της απλωνόταν μια απέραντη γαλάζια θάλασσα: ένας ωκεανός χωρίς αρχή και τέλος. Στη μέση του, σα λαμπερά σκουλαρικάκια σε αφαλό, δυο κιτρινοπράσινες πινελιές η μια κοντά στην άλλη. Δυο νησιά που σχεδόν αγγίζονταν. Το ρεύμα του αέρα την έσπρωχνε σίγουρα προς τα εκεί. Κάθε φόβος είχε εξαφανιστεί.
Μπόρεσε επιτέλους να χαλαρώσει και να κοιτάξει γύρω της. Τι τεράστια έκπληξη: Πρώτα είδε μια σειρά από χάρτινα καραβάκια να πλέουν στον ουρανό. Χάνονταν πίσω από μια τεράστια ομελέτα φτιαγμένη από κρόκους αυγών. Αυγά μάτια παντού τριγύρω της. Η μυρωδιά τους της έσπαγε τη μύτη. Αχ αυτή η χρυσαφένια γεύση! Δεν μπορούσε να ξεκινήσει τη μέρα της αν δε βουτούσε ένα κομμάτι ψωμί σε ένα κρόκο. Και κάθε απόγευμα έτρωγε, γυρνώντας από το σχολείο ένα αυγό χτυπητό με ζάχαρη… Μάλλον πεινούσε πολύ! Άπλωσε το χέρι της και έπιασε ένα αυγό μάτι.
«Αχ να είχα και λίγο ψωμάκι» σκέφτηκε και ευθύς ένα μικρό καλαμποκόψωμο εμφανίστηκε στο ελεύθερο χέρι της.
Άρχισε να τρώει με όλη της την άνεση λες και βρισκόταν στο κίτρινο σαλονάκι της.
Στη θάλασσα είδε κάτι κόκκινα καραβάκια σαν παιχνίδια. Αντί για καπνό έβγαζαν από τις καπνοδόχους τους μικρές καρδούλες.
Ξαφνικά, σα δελφίνι πετάχτηκε μια γοργόνα μέσα από το γαλάζιο της θάλασσας και άρπαξε μια καρδούλα που την πήρε μαζί της. Μυρωδιά φράουλας απλώθηκε. Για κάποιο λόγο ήταν σίγουρη πως οι κόκκινες καρδούλες των πλοίων θα είχαν μια φραουλένια γεύση. Ήταν το μόνο κόκκινο φαγητό που μπορούσε να ανεχτεί και που κρυφά απ’ όλους ομολογούσε πως της άρεσε.
Ούτε καρπούζι, ούτε κεράσια, ούτε ντομάτες, ούτε κόκκινα σταφύλια, ούτε πιπεριές, ούτε κόκκινα μήλα, ούτε ρόδια, ούτε παντζάρια μπορούσε να…
-Αχ σταμάτα γιαγιά! Κάνε ένα διάλειμμα, πάω στη κουζίνα. Θα με τρελάνεις! Γιατί μπορεί η Χρυσάνθη να μην ήθελε τίποτε κόκκινο, όμως η δικιά μας η Πριγκίπισσα χωρίς όνομα πάθαινε τρέλα με ότι είχε κόκκινο πάνω του!
Γέμισε λοιπόν ένα μπολ με τραγανιστά κεράσια και γύρισε πίσω στη γιαγιά της.
-Έλα, πες τώρα!
-Νυστάζω παιδάκι μου…
-Έλα λίγο ακόμα, τόσο δα, είπε και έδειξε το μικρό της δαχτυλάκι.
-Καλά, καλά, που είχαμε μείνει;
-Εκεί που είδε τη γοργόνα να παίρνει τη καρδούλα.
-Α! Ναι… Λοιπόν: Η γοργόνα βγήκε μια ακόμη φορά και πήρε άλλη μια καρδούλα. Τότε σα να ένιωσε ότι κάποιος τη κοιτά, γύρισε το βλέμμα της ψηλά, είδε τη Χρυσάνθη και στην αρχή κοκκίνισε. Μετά ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο της. «Καλώς ήρθες» της φώναξε χαρούμενα και χαιρετώντας την χάθηκε στα κύματα.
Η κίτρινη Πριγκίπισσα προσγειώθηκε τελικά, απαλά- απαλά στο μεγαλύτερο από τα δυο νησιά. Μια μεγάλη παραλία απλωνόταν μπροστά της. Η άμμος χρυσαφένια. Ένα ανεπαίσθητο κύμα την ακουμπούσε κάθε λίγο, σα να τις έδινε μικρά φιλιά. Στη μια άκρη της αμμουδιάς κυλούσε ένα ποταμάκι. Κατάφορτες μπανανιές πρασίνιζαν το χώρο γύρω του. «Μετά το αυγό μάτι, μια μπανάνα είναι ό,τι πρέπει» σκέφτηκε. Πήγε στις μπανανιές, έκοψε ένα τσαμπί και κάθισε στην άμμο. Δεν είχε φάει πιο νόστιμες και αρωματικές. Και ήταν σαν αφρός. Μπορούσες να φας όσες ήθελες… Και αυτό ακριβώς έκανε. Μετά πήγε ως το ποταμάκι, έσκυψε και ήπιε μπόλικο νερό. Ούτε κατάλαβε πως την πήρε ο ύπνος…
Το ίδιο έγινε και με την Πριγκίπισσα χωρίς όνομα. Η γιαγιά πήρε ένα σεντόνι το κούνησε φυσώντας το πάνω από τη κοιμισμένη μικρή. Καθώς φαίνεται το παραμύθι συνεχιζόταν πια στο όνειρό της. Η γιαγιά πήρε ένα κεράσι από το μπολ το έβαλε στο στόμα της και το έφαγε απολαμβάνοντας κάθε σταγόνα από το ζουμί του. Μετά έφυγε σιγά- σιγά από το δωμάτιο…
Η πριγκίπισσα ξυπνά…
Η Πριγκίπισσα χωρίς όνομα είδε στον ύπνο της τον Κινέζο. Χαμογελούσε και φορούσε ένα κόκκινο πουκάμισο…
…Όμως και η Χρυσάνθη η Κίτρινη Πριγκίπισσα είδε τον Κινέζο κάτω από τη λεμονιά και ένα άρωμα νοσταλγίας άρχισε να απλώνεται στον ύπνο της. Μύριζε λεμονανθό, καλαμπόκι, κίτρινο μήλο και τηγανητή μπανάνα… Και βέβαια Huangjiu –κίτρινο κρασί με μυρωδιά καλοκαιρινού χωραφιού το σούρουπο. Λίγο πριν το Θερισμό.
Ξύπνησε με τα ματάκια της λίγο πρησμένα. Η γιαγιά σα να την περίμενε της είχε ετοιμάσει μια παγωμένη βυσσινάδα.
-Γιαγιά είδα τον Κινέζο στο όνειρό μου…
-Α ναι; Είπε κάπως αφηρημένα η γιαγιά, λες και είναι συνηθισμένο να ονειρεύεσαι Κινέζους παραμυθιών μέσα στο μεσημέρι…
-Κι εκείνη είδε τον Κινέζο, μόνο που της μίλησε. Εσένα σου είπε τίποτα;
-Όχι, μόνο χαμογελούσε.
-Χμ! Μάλλον του αρέσει που σου λέω την ιστορία. Νιώθει πολύ περήφανος για το ρόλο του ξέρεις! Πρέπει να σου πω τη συνέχεια, καθώς φαίνεται.
Λοιπόν, ναι η Χρυσάνθη είδε τον Κινέζο στον ύπνο της και της είπε κάτι παράξενο:
«Ο Πρίγκιπας του Λεμονοδάσους έρχεται ανάμεσα σε κίτρινα δελφίνια. Σε αγαπά βαθιά, μα πρέπει να προσέξεις. Εύκολα μπορεί να ξεχάσει την αγάπη του και να μη θέλει να σε δει στα μάτια του. Εσύ θα τον αγαπήσεις μόλις τον δεις, αλλά αν θες η αγάπη να κρατήσει, δεν πρέπει να σε νανουρίσει!»
Η Κίτρινη Πριγκίπισσα άνοιξε τα μάτια της κάτω από έναν εκτυφλωτικό ήλιο. Το στόμα της είχε ξεραθεί. Ήπιε νερό από το ποταμάκι και μετά μπήκε μέσα με τα ρούχα. Έκανε σκανταλιά. Σε ποιόν; Δεν φαινόταν κανείς εκεί κοντά. Κι ο Κινέζος; Μόνο ένα όνειρο. Σαν τόσα και τόσα!
Η κούραση έφυγε από πάνω της… Όμως κατάλαβε ότι το άρωμα που της είχε ξυπνήσει τη νοσταλγία στον ύπνο της, υπήρχε στον αέρα. Περπάτησε στην ακροθαλασσιά προς την άλλη μεριά της παραλίας. Είχε αρχίσει να βαριέται μόνη της. Κι ένιωθε λίγο ανήσυχη καθώς ο ήλιος πήρε να γέρνει. Καλό το νησί, καλές και μπανάνες του, καλά και τα παραμυθένια ταξίδια πάνω σε δράκους, μα που είναι οι φίλες της, τ’ αδέρφια της, ο μπαμπάς, η μαμά της; Που είναι η παραμάνα, η γιαγιά, ο παππούς;
Όσο προχωρούσε το άρωμα λεμονανθού γινόταν αβάσταχτο. Ένα δάκρυ άρχισε να κυλά στο μάγουλο της… Έφτασε στην άκρη της παραλίας. Από εδώ λες και μπορούσε ν’ αγγίξει το απέναντι νησί. Στο σούρουπο έφεγγαν κατάλευκα τα άνθη από τις λεμονιές. Από το Λεμονοδάσος!
Σκοτείνιασε για τα καλά. Και τότε ο ουρανός γέμισε με κατακίτρινα μισοφέγγαρα και κόκκινα αστέρια. Μαγεμένη κοιτούσε τον απέραντο ουρανό ξεχνώντας κάθε λύπη. Ξεχνώντας τα πάντα. Σα να ήταν η ίδια αεράκι που απλώνεται γλυκά στη γη. Παραλίγο να μη τον άκουγε, αν δεν ήταν οι φωνές των δελφινιών, που έμοιαζαν με παιδικά γέλια στο κύμα. Ερχόταν με την κίτρινη βάρκα του παίζοντας με τα δελφίνια που πηδούσαν χαρούμενα εκεί που άπλωνε τα χέρια του. Φαινόταν να μη την έχει δει, καθώς της είχε γυρισμένη τη πλάτη.
Ένιωσε τρελή ανυπομονησία καθώς είδε της σημαία με τα ζωγραφιστά λεμόνια και θυμήθηκε τα λόγια του Κινέζου. Λες να ήταν ο Πρίγκιπας του Λεμονοδάσους, αυτός που ερχόταν μέσα στη φεγγαροπλουμιστή νύχτα, παίζοντας με τα δελφίνια; Μήπως θα της ράγιζε κάποτε τη καρδιά;
Πήρε μια βαθιά ανάσα για να δώσει κουράγιο στον εαυτό της. Και τότε εκείνος γύρισε και την κοίταξε…
Πρώτη συνάντηση
…Τα δελφίνια εξαφανίστηκαν. Κι εκείνος κοίταζε χωρίς να τη βλέπει, λες και ήταν αόρατη. Ένας παράξενος ήχος σαν δυνατό σύρσιμο την έκανε να γυρίσει το κεφάλι της προς τα πίσω. Μέσα από το πράσινο χορτάρι ξεφύτρωναν λεμονιές γεμάτες με τους κατακίτρινους καρπούς τους. Δεν σταματούσαν να μεγαλώνουν παρά μόνο σαν έφταναν στο ύψος ενός ανθρώπου.
Μέχρι να ξανακοιτάξει στη θάλασσα ο «Πρίγκιπας του Λεμονοδάσους» -όπως ήδη τον έλεγε μέσα στο μυαλό της- περνούσε με ταχύτητα από μπροστά της, μέσα στη κίτρινη βάρκα του. Στα χέρια του κρατούσε ένα βιβλίο, και έμοιαζε να κρατάει τον κόσμο όλο. Τόσο προσηλωμένος ήταν!
Ξαφνικά και εντελώς αναπάντεχα -αν αυτό δεν είναι πλεονασμός – («Γιαγιά τι είναι πλεονασμός;» / «Μια υπερβολή», είπε η γιαγιά, αλλά μη με διακόπτεις) έκλεισε το βιβλίο με θόρυβο και η ματιά του έπεσε πάνω της με έκπληξη. Καθώς φαινόταν μόλις τώρα την είχε δει, χαμένος πριν στις σκέψεις του.
Γύρισε τη βάρκα προς την ακτή. Μόλις πλησίασε πήδησε έξω και την τράβηξε στην άμμο…
-Σε περίμενα, της είπε απλά κι εκείνη ένιωσε την καρδιά της να ανεβοκατεβαίνει από τον ουρανό στο βυθό της θάλασσας και πάλι πίσω. Τα μάγουλα της βάφτηκαν κόκκινα και καίγονταν καθώς εκείνος την πλησίαζε και σαν γνήσιος Πρίγκιπας της έδωσε ένα χειροφίλημα…
-Νομίζω πως ήρθε η ώρα να με γνωρίσεις, της είπε. Εγώ σε ξέρω χρόνια τώρα. Μου μίλησε για πρώτη φορά για σένα ο Κινέζος, όταν ήρθε στη χώρα σου με τον πατέρα του για να πουλήσουν τα λεμόνια, τα καλαμπόκια, το σιτάρι, το κρασί και τους χαρταετούς τους. Ήσασταν κι οι δυο μικροί. Εσύ έκλαιγες γιατί δεν σε άφηναν να φορέσεις το κίτρινο φουστάνι που τόσο σου άρεσε. Όσο κι αν προσπαθούσε ο αδερφός σου, ο Πρίγκιπας Ακύλας, ότι κι αν έκανε ο καλύτερος σου φίλος ο μικρός Αίσονας, εσύ ήσουνα απαρηγόρητη.
Τότε ο μικρός Κινέζος παρακάλεσε τον πατέρα του να σου δείξουν τους χαρταετούς, τα μαγικά λουλούδια- παγωτά, το παγωτόδεντρο και το φεγγαρόδεντρο… Μου είπε πως άνοιξαν τα ματάκια σου, πως τα δάκρυα χάθηκαν και το χαμόγελο άνθισε και πάλι.
Πιαστήκατε όλοι χέρι- χέρι και αρχίσατε το χορό και το τραγούδι. Όπως τον άκουσα να μιλάει για σένα σε είχα ήδη αγαπήσει. Κι όταν μου έδειξε μια εικόνα σου φυλακισμένη σε ένα από τα μικρά φεγγαράκια του μαγικού δέντρου, αποφάσισα ότι όταν θα ερχόταν η κατάλληλη στιγμή, θα σου ζητούσα να γίνεις γυναίκα μου!
Μου το ορκίστηκε… Κι έτσι τώρα, χάρη στο κίτρινο κρασί και τον πιστό του Δράκο, βρίσκεσαι εδώ στο Βασίλειο των Δύο Νήσων. Το Πριγκιπάτο του Λεμονοδάσους και την Κομητεία της Μπανανιάς.
Της εξήγησε πως οι λεμονιές που φύτρωσαν ξαφνικά ήταν απαραίτητες για να μπορέσει να έρθει ο ίδιος στο νησί της Μπανανιάς όπου βρίσκονταν τώρα. Της εξήγησε πως του ήταν αδύνατον να ζήσει χωρίς να αναπνέει το άρωμα του φρέσκου λεμονιού ή του λεμονανθού.
-Είναι για μένα ότι το οξυγόνο για άλλους ανθρώπους. Δεν θα μπορούσα να ζήσω περισσότερο από λίγα λεπτά χωρίς τις λεμονιές μου… Γι’ αυτό δεν ήρθα εγώ ο ίδιος στο Βασίλειο σας να ζητήσω επίσημα το χέρι σου από τους γονείς σου.
Έπρεπε αν έρθεις εδώ, να γνωριστούμε και να αποφασίσεις ελεύθερα τι θέλεις να κάνεις. Ό,τι κι αν αποφασίσεις θα το σεβαστώ. Αν μου ζητήσεις να φύγεις αυτή τη στιγμή θα σε αφήσω, όσο κι αν μου ραγίζει την καρδιά… Πρέπει να ξέρεις πάντως πως αν γίνεις γυναίκα μου θα πρέπει να ζήσουμε για πάντα εδώ…
Η Πριγκίπισσα Χρυσάνθη είχε χάσει τα λόγια της. Εκείνος το κατάλαβε, σώπασε και την κάλεσε να καθίσουν λίγο ήσυχα στη αμμουδιά. Της έδωσε να πιει από ένα παγούρι παγωμένη φρέσκια λεμονάδα. Φυσούσε ένα απαλό αεράκι που τους ανακάτευε τα μαλλιά. Ανάσαινε κι εκείνη με απόλαυση…
Οι πρώτες μέρες
…Προχωρημένη νύχτα έφυγε ο Πρίγκιπας από το νησί. Της είπε πως αν και την αφήνει μόνη της δεν έχει τίποτε να φοβηθεί. Οι ακοίμητοι φρουροί της αδερφής του, της Κόμισσας της Μπανανιάς, την προσέχουν χωρίς να τους βλέπει. Η αδερφή του τώρα έλειπε σε μακρινό ταξίδι, αλλά είναι σίγουρος πως σαν γυρνούσε θα γίνονταν καλές φίλες.
Την πήγε σε ένα πανέμορφο καλύβι σκεπασμένο με φύλλα μπανανιάς. Της έδειξε την κίτρινη αιώρα όπου θα κοιμόταν.
Πάνω σε ένα τραπέζι ήταν απλωμένες οι πιο νόστιμες και κίτρινες λιχουδιές που μπορούσε να φανταστεί κανείς…
…Έτσι κυλούσαν ήρεμα οι μέρες…. Εκείνος διάβαζε τα βιβλία της θάλασσας. Τα βιβλία όταν άνοιγαν έφτιαχναν φουρτούνες. Όποιος όμως τα διάβαζε ήταν ήρεμος και ούτε που πρόσεχε τις φουρτούνες, ούτε που ποτέ τον ενοχλούσαν. Η κίτρινη πριγκίπισσα ξεκουραζόταν στο νέο Λεμονοδάσος που είχε γεννηθεί τη μέρα της άφιξης της στο νησί. Δυο καναρίνια της κρατούσαν ένα θαλασσοβιβλίο...
Η αρρώστια της νοσταλγίας
Στον ύπνο της η Χρυσάνθη είδε τη γιαγιά της. Φύσηξε τρεις φορές και τη σκέπασε με ένα κίτρινο σεντόνι. Είχε ξαναγίνει μικρή…
Άκουγε ακόμη στα αυτιά της τα λόγια από ένα βιβλίο:
«Τα βότσαλα… δείχνουν πως κάποια πράγματα μπορούν να είναι τέλεια σ’ αυτό τον κόσμο. Το καθένα απ’ αυτά έχει τη δική του ομορφιά, τη δική του χάρη. Έχουν τη δική τους γλώσσα. Κάτι θέλουν να μας πουν…
…Η ομορφιά που έχουν τα βότσαλα στηρίζεται στο γεγονός ότι δεν σε δεσμεύουν, δεν χρειάζεται να δεθείς μαζί τους…
…Στέκονται ατάραχα στις ακροθαλασσιές. Σ’ όλα τα μέρη της γης υπάρχουν απίστευτης ομορφιάς βότσαλα και κοχύλια που σε περιμένουν. Ελπίζουν πως μια μέρα θα τα βρεις. Ελπίζουν και περιμένουν…»*
Ξύπνησε… Τι ήθελε να της πει η γιαγιά; Είναι ο Πρίγκιπας της ένα βότσαλο; Ή μήπως κάποιος που θέλει να την κρατήσει κοντά του, να τη δέσει πάνω του; Περπάτησε μέχρι το καινούργιο μικρό λιμανάκι στη λίμνη της λεμονάδας. Όλα της φαίνονταν τώρα κάπως υπερβολικά. Πιο απλή τη φανταζόταν την αγάπη: Σαν βότσαλο! Σαν ένα αυτάκι της Αφροδίτης πιασμένο από ένα κομμάτι πετονιάς…
Στις όχθες της λίμνης κάθισε και έκλαψε. Τα αλμυρά της δάκρυα θόλωναν το γλυκόπιοτο νερό με τις μικρές φέτες λεμονιού που κολυμπούσαν στην επιφάνειά του. Την έπνιγε τώρα αυτό το άρωμα που την έκανε αν φαντάζεται ακόμη και το φεγγάρι σαν ένα μεγάλο λεμόνι κομμένο στη μέση…
Θυμήθηκε πιο ευτυχισμένες μέρες. Με πολλά όμορφα βιβλία που της χάριζε ο Πρίγκιπας με τα κίτρινα πουλιά που έπλεκαν πλεξούδες στα μαλλιά της, με τις λεμονιές να γεννάνε στα κλαδιά τους παραμύθια που της τα διάβαζε τις νύχτες δίπλα στη φωτιά ο Πρίγκιπας με τη μελωδική φωνή του, δίπλα στη φωτιά, κάτω από τον μαγεμένο ουρανό με τα πολλά φεγγάρια…
Ένα βράδυ απογειώθηκαν στ’ αλήθεια και βρέθηκαν να κάθονται πλάτη –πλάτη σε ένα χρυσοκίτρινο μισοφέγγαρο. Ήταν εκείνη τη νύχτα που της είπε για το παραμύθι της Πούλιας και του Αυγερινού.
«Ήταν λέει δυο παιδιά: Η Πούλια και ο Αυγερινός. Και ζούσαν σε δυο γειτονικά αστέρια. Το αστέρι της Πούλιας ήταν καθαρό και λαμπερό όσο κανένα. Του Αυγερινού ό,τι πιο βρόμικο μπορείτε να βάλετε στο νου σας. Πεταμένα ρούχα και φαγητά, σκόνη παντού, ξερά, απότιστα φυτά… Μια θλίψη. Στο τέλος το αστέρι φαινόταν να έχει χαθεί από τον ουρανό.
Η Βασίλισσα των Αστεριών, κάλεσε τότε τις Νεράιδες και τις ρώτησε τι είχε συμβεί. Στην αρχή της έκρυβαν την αλήθεια –βλέπετε αγαπούσαν πολύ τον Αυγερινό που μπορεί να βαριόταν να καθαρίσει, αλλά είχε χρυσή καρδιά… Αναγκάστηκαν να της τα πουν όλα και τότε Εκείνη πήρε το Άρμα της με τα έξι χρυσά άλογα και πήγε στο αστέρι. Ο Αυγερινός τα ‘χασε όταν την είδε. Αυτή χωρίς πολλά- πολλά του είπε πως αν σε μια εβδομάδα το αστέρι του δεν είχε γίνει το πιο λαμπερό, θα τον έδιωχνε από τον ουρανό…
Όταν έφυγε ο Αυγερινός βυθίστηκε στην απελπισία. Η Πούλια, που τα είχε δει όλα από το αστεράκι της αποφάσισε να τον βοηθήσει. Τον φώναξε και του το είπε. Ο Αυγερινός αναθάρρησε. Η νοικοκυροσύνη της Πούλιας ήταν φανερή και γνωστή σε όλο το Βασίλειο των Αστεριών. Του έβαλε όμως έναν όρο. Θα άρχιζε μόνος του να καθαρίζει το αστέρι του. Μόνο αν έδειχνε πως πραγματικά ήθελε να το κάνει όμορφο θα τον βοηθούσε. «Μη σκεφτείς πως θα το καθαρίσω εγώ για σένα. Ακόμη κι αν ήθελα η Βασίλισσα θα το καταλάβαινε».
Έτσι έγινε και ο Αυγερινός στρώθηκε στη δουλειά. Από τη δεύτερη μέρα τον βοηθούσε και η Πούλια. Σε μια εβδομάδα το αστέρι άστραφτε στον ουρανό όπως ποτέ άλλοτε… Η Βασίλισσα δεν άργησε να φτάσει με το άρμα της. Είχε ήδη ένα τεράστιο χαμόγελο που πλάταινε ακόμη περισσότερο καθώς περπατούσε στους φροντισμένους κήπους του Αυγερινού. Έκοψε λίγα Δειλινά και τα μύριζε…
«Θέλω να σου χαρίσω κάτι», είπε. «Τι θέλεις;»
Ο Αυγερινός κοκκίνισε και λέξη δεν έβγαινε από το στόμα του.
«Τι έπαθες; Έχασες τη μιλιά σου;»
«Θέλω… θέλω…»
«Ναι;»
«…την Πούλια για γυναίκα μου!»
Η Βασίλισσα γέλασε «Αυτό δεν είναι ένα δώρο που μπορώ να σου κάνω εγώ. Πρέπει να το θέλει εκείνη… Πούλια;»
«…»
«Τι έχεις να πεις; Άκουσες τι είπε ο Αυγερινός; Θέλεις εσύ να γίνεις γυναίκα του;»
«…ναι», είπε δειλά η Πούλια και ίσα που ακούστηκε. Αυτό όμως αρκούσε για να λάμψει ο Αυγερινός περισσότερο και από το αστέρι του.
Έγιναν οι γάμοι σε λίγο καιρό και το δώρο της Βασίλισσας ήταν να ενώσει τα αστέρια τους. Έτσι δημιουργήθηκε το πιο λαμπερό αστέρι στον ουρανό. Βγαίνει πρώτο το σούρουπο να μας προετοιμάσει για τη νύχτα που έρχεται… Το πρωί είναι το τελευταίο που μένει για να μας κάνει συντροφιά όταν ξυπνάμε. Το βράδυ το λέμε Πούλια και το πρωί Αυγερινό… Όσοι αγαπούν το λένε Αφροδίτη!»
Ήταν η πιο όμορφη νύχτα που είχε ζήσει η Χρυσάνθη στο νησί. Το άλλο πρωί είχε βρει ένα αυτάκι της Αφροδίτης και το καρφίτσωσε στα μαλλιά της…
Όμως τώρα είχε πάθει αυτή την αρρώστια της νοσταλγίας και όλα της φαίνονταν άνοστα. Με μια ξαφνική κακία έβγαλε το αυτάκι από τα μαλλιά της και το πέταξε στη Λίμνη της Λεμονάδας…
Μετά γύρισε την πλάτη της και απομακρύνθηκε. Έτσι δεν είδε ότι κάποιος εμφανίστηκε πίσω από τις λεμονιές, όταν σιγουρεύτηκε ότι είχε φύγει… Ήταν ο Κινέζος! Θλιμμένος από τα δάκρυα της Πριγκίπισσας βούτηξε στη λίμνη. Βουτούσε ξανά και ξανά μέχρι που βρήκε αυτό που ζητούσε. Δεν ήταν άλλο από το αυτάκι της Αφροδίτης που πέταξε μέσα στο θυμό της η Πριγκίπισσα. Κάπως ανακουφισμένος ο Κινέζος εξαφανίστηκε αθόρυβα κρατώντας το στα χέρια του σαν πολύτιμο φυλακτό…
…Με το φεγγάρι στα μαλλιά…
Ο Πρίγκιπας έβλεπε τη θλίψη της και σπάραζε η καρδιά του… Την ήθελε κοντά του, όμως δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν μπορούσε να ζήσει μακριά από το Νησί και τις λεμονιές του. Δεν μπορούσε και να φανταστεί τη ζωή του χωρίς τη Χρυσάνθη.
Το καταλάβαινε πως νοσταλγούσε την πατρίδα της, τους δικούς της. Θα μπορούσε να τη βοηθήσει και όπως ήρθε, έτσι μέσα σε μια νύχτα να πάει πίσω στη μακρινή της χώρα. Φοβόταν όμως πως δεν θα γύριζε ποτέ πίσω…
Μια βραδιά με Πανσέληνο κατάφερε να κατεβάσει για χάρη της το φεγγάρι από τον Ουρανό. Κράτησε μια μοσχοβολιστή μακριά πλεξούδα της στα χέρια του και με μια χρυσή αλυσιδίτσα κατάφερε να της φορέσει στα μαλλιά το χρυσό στεφάνι του φεγγαριού…
Εκείνη απορροφημένη από το βιβλίο που της είχε δώσει εκείνο το απόγευμα, το Λεμονοδάσος χαμένη στις περιπέτειες μιας δύσκολης αγάπης, αλλά και στη μορφή της ηρωίδας του βιβλίου με το παράξενο όνομα Βίργκω, δεν είχε καταλάβει τίποτε μέχρι που ένιωσε τη λάμψη να πέφτει στις λέξεις.
Σήκωσε τα μάτια της και είδε τα μάτια του Πρίγκιπα φωτισμένα από το φεγγάρι. Δεν ήθελε να βρίσκεται πουθενά αλλού. Φόβος, πίκρα, θλίψη, νοσταλγία έφυγαν σαν ελαφρόπετρες σε γαλανό νερό…
Βρέθηκε σε εκείνη τη μαγική στιγμή που είχε διαβάσει κάπου: παρελθόν, παρόν και μέλλον διασταυρώνονται μέχρι που φτιάχνουν ένα φωτεινό σώμα, μια ηλιακτίδα, μια γραμμή από φως που πέφτει σε ένα μόνο σημείο της γης για μια και μοναδική στιγμή. Η ακτίδα αυτή είχε πέσει τώρα πάνω τους…
…Της έλεγε τραγούδια για το φεγγάρι :
Μαργαριταρένια μου, φεγγαρολουσμένη
Χάρτινο το φεγγαράκι
Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι
Θα πιω απόψε το φεγγάρι
Το φεγγάρι είναι κόκκινο
Με τα φεγγάρια χάνομαι
…Νύχτα ασημένια κι η κάθε μου η έννοια σ’ απόχη μεταξένια από ξανθά μαλλιά. Γλυκοχαράζει…
…Τραγούδια μέχρι την αυγή… Αγκαλιασμένοι με τη θάλασσα να βρέχει τα πόδια τους. Με το αβάσταχτο άρωμα των λεμονανθών να τους σκεπάζει. Αποκοιμήθηκαν…
Τα όνειρα τους ήταν τρυφερά. Εκείνος την είδε μικρή, όπως δεν την είχε γνωρίσει ποτέ παρά μόνο από τις περιγραφές του Κινέζου. Ένα κίτρινο περιστέρι ακουμπούσε απαλά στο χέρι της και ένα άλλο της έφερνε ένα αστέρι να δέσει στο λαιμό της. Ένα κίτρινο μισοφέγγαρο της γελούσε από τον ουρανό…
Η Χρυσάνθη είδε τους δυο τους πάνω σε ένα σύννεφο φτιαγμένο από νότες και μουσική σαν απαλό πουπουλένιο μαξιλάρι… Ήταν κι οι δυο μικρά παιδιά. Η Χρυσάνθη είχε απλώσει στους δυο πύργους του παλατιού τα ρούχα της και φορούσε κόκκινη μπλούζα και πράσινη φούστα. Ρούχα από ένα παραμύθι για φράουλες και φραουλόπουλα… Ρούχα που θα την έκαναν να κλάψει, αλλά στο όνειρό της δεν την ένοιαζε… Δίπλα στα ρούχα της έσταζε υγρό ένα μπλουτζίν του Πρίγκιπα και πιο κει ένα κίτρινο μισοφέγγαρο. Τα νερά από τα απλωμένα ρούχα και το φεγγάρι πότιζαν μερικές γλάστρες. Σύντομα ξεφύτρωσαν πολύχρωμα λουλούδια που άρχισαν να ανεβαίνουν στον ουρανό….
…Πίσω από τις μπανανιές ξεπρόβαλε το μελαγχολικό πρόσωπο του Κινέζου… Μόλις είδε τα πλατιά χαμόγελα των δυο κοιμισμένων φίλων του, η μελαγχολία έσβησε από το πρόσωπό του, λες και φάνηκε μέσα σε μια βαριά συννεφιασμένη μέρα ο πιο λαμπερός ήλιος…
Έπιασε απαλά με τα δάχτυλά του το αυτάκι της Αφροδίτης που είχε κρεμάσει στο λαιμό του με μια πετονιά, το φύσηξε απαλά κι ύστερα το φίλησε σαν φυλακτό. Πριν το εξαφανίσει κάτω από το λευκό του πουκάμισο, το φίλντισι από το κοχύλι έλαμψε από μια ακτίδα του ήλιου.
Η ακτίδα αυτή έφυγε από το κοχύλι και έπεσε απαλά πάνω στο πρόσωπο της Χρυσάνθης. Άνοιξε για λίγο τα μάτια της, είδε τον Πρίγκιπα ξαπλωμένο δίπλα της και κοιμήθηκε πάλι γαλήνια…
…Μια σταγόνα κόκκινο…
«Αν ξαπλώσεις σε ένα αυτάκι της Αφροδίτης, η θάλασσα μπορεί να γίνει ο ουρανός σου...», είπε αινιγματικά η γιαγιά στην Πριγκίπισσα χωρίς όνομα και σταμάτησε να μιλάει.
«Στέγνωσε το στόμα μου», πρόσθεσε ύστερα από λίγο. Προσγειώθηκαν κι οι δυο τους στην πραγματικότητα. Ένα αεράκι φύσηξε από το ανοικτό παράθυρο κι έδιωξε τη μυρωδιά Λεμονοδάσους που είχε τρυπώσει παντού.
«Μα πες μου τι έγινε μετά! Θα μείνει στο νησί; Ο Κινέζος γιατί κρύβεται; Και τι είναι αυτό με το αυτάκι;» Η Πριγκίπισσα βομβάρδισε τη γιαγιά της, όμως εκείνη αν και γελαστή ήταν ανένδοτη.
«Κάθε πράγμα στον καιρό του. Θα χαλάσουν οι ντομάτες μου αν τις αφήσω κι άλλο στο περιβόλι. Θα πάμε να τις μαζέψουμε και θα φτιάξουμε την αγαπημένη σου κόκκινη σάλτσα!»
Τι γιαγιά θα ήταν αν δεν ήξερε την αγαπημένη λιχουδιά της εγγονής της; Κι οι δυο τους λάτρευαν τις ντομάτες και το άρωμα της κόκκινης σάλτσας που σιγοβράζει.
Βουτούσαν τη ξύλινη κουτάλα κάθε τόσο, δήθεν για να δοκιμάσουν αν ήταν έτοιμη…
Οι ντομάτες νίκησαν λοιπόν κατά κράτος τα λεμόνια και βρέθηκαν οι δυο τους να τις μαζεύουν στο περιβόλι και μετά να τις ξεφλουδίζουν, να τις κόβουν σε μικρά κομμάτια, να προσθέτουν τα μαγικά υλικά της γιαγιάς, δυόσμο, βασιλικό, σκόρδο και πιπεριές: Όλα από τον κήπο της…
Η κόκκινη κουζίνα μοσχοβολούσε… Γέμισαν δεκάδες γυάλινα βάζα και τα άπλωσαν παντού… Στο μεταξύ είχαν φτιάξει και μια μακαρονάδα για να δοκιμάσουν στ’ αλήθεια τη σάλτσα τους… Έτριψαν από πάνω την αγαπημένη τους παρμεζάνα και έφαγαν με μεγάλη όρεξη.
Κάθισαν στο μπαλκόνι και η γιαγιά ήπιε το μυρωδάτο καφέ της, ενώ η πριγκίπισσα έτρωγε γλυκό τριαντάφυλλο. Τα τραγανά ροδοπέταλα σκορπούσαν το άρωμα στο στόμα της φέρνοντας έναν αέρα απ’ όλα τα όμορφα που ήταν να συμβούν στο μέλλον…
Μόνο τότε η γιαγιά της, έπιασε πάλι το νήμα και συνέχισε το Κίτρινο Παραμύθι της…
«…Ήταν ο τελευταίος ήρεμος ύπνος… Ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά όταν σηκώθηκαν. Πήγαν στη λίμνη και ρούφηξαν αχόρταγα λεμονάδα, μέχρι που φούσκωσε το στομάχι τους. Ήρεμη και σίγουρη πια για την αγάπη του, η Χρυσάνθη είπε στον Πρίγκιπα πως ήθελε να επισκεφθεί τους δικούς της. Να τους εξηγήσει τι συμβαίνει. Να τους μιλήσει για την αγάπη τους. Θα γυρνούσε σύντομα κοντά του και θα έμεναν για πάντα μαζί.
Αντί για τη χαρά, είδε το πρόσωπο του Πρίγκιπα να σκληραίνει. Με κάθε λέξη που του έλεγε το βλέμμα του πάγωνε, όλο και περισσότερο…
«Δεν έχεις να πας πουθενά», της είπε μέσα από τα δόντια του. Γύρισε την πλάτη του και έφυγε χωρίς να προσθέσει τίποτε άλλο.
Η Χρυσάνθη ήταν απελπισμένη… Σηκώθηκε κι έκανε να ακολουθήσει τον Πρίγκιπα που χανόταν μέσα στις λεμονιές. Δεν πρόσεχε που πήγαινε. Χτύπησε σε ένα κλαδί και το αγκάθι της λεμονιάς χάραξε λίγο το μέτωπό της. Βγήκε μια μικρή σταγονίτσα αίμα που διστακτικά κύλησε στη γη…
...Κολοκυθολέλουδα...
…Μια σκιά έπεσε πάνω της. Γύρισε τρομαγμένη. Δεν ήταν όμως άλλος από τον Κινέζο. Ανακουφισμένη που έβλεπε επιτέλους κάποιον άλλο άνθρωπο, ένα γνώριμό της πρόσωπο, έπεσε στην αγκαλιά του που μύριζε φρεσκοκομμένα στάχια και ρύζι που κοχλάζει καθησυχαστικά σε πήλινο τσουκάλι…
Δεν χρειάστηκε να του πει τίποτα. Ο Κινέζος φαινόταν να έχει μια παμπάλαια σοφία κι ας ήταν στην ηλικία της. Ξαφνικά κατάλαβε πως δεν ήξερε ούτε το όνομά του! Γι’ αυτήν χρόνια και χρόνια ήταν ο Κινέζος. Ένα χαμόγελο κάτω από ψάθινο καπέλο. Παιδί, έφηβος, παλικάρι. Στην αρχή με τον πατέρα του και μετά μόνος του. Με τα πιο όμορφα κίτρινα πράγματα από τη μακρινή πατρίδα του… Θυμήθηκε τις κίτρινες μεταξωτές πιτζάμες που της χάριζαν τον πιο τρυφερό ύπνο. Ντράπηκε…
«Πώς σε λένε;» ρώτησε ξαφνικά
«Leung Chiu Wai», της απάντησε αυτός χαμογελώντας…
«Πώς;»
«Λενγκ Τσου Βάι θα με λέγατε στη χώρα σου… Μπορείς να με λες Βάι, αν θες…»
Το χαμόγελο του έδιωχνε το βάρος από την καρδιά της. Αυτός σα να μάντευε τις σκέψεις της, της είπε νέα από την πατρίδα της…
Οι γονείς της ήταν καλά, ο αδερφός της έτοιμος να παντρευτεί την αγαπημένη του, η γιαγιά της μέσα στη καλή χαρά. «Τα καλύτερα θα έρθουν σύντομα» λέει σε όλους τριγυρίζοντας στο παλάτι. Στολίζει τα δωμάτια με μαργαρίτες και χρυσάνθεμα…
«Τα αγαπημένα μου!», είπε η Χρυσάνθη…
«Έχει μαζέψει και αγκαλιές βάλσαμο και φτιάχνει βαλσαμόλαδο». Μοιράζει σε όλους τους ανθρώπους του παλατιού. Μου έδωσε ένα μπουκαλάκι να σου φέρω…»
«Μα…»
«Που το ξέρει; Της τα είπα όλα να μην ανησυχεί… Αυτή με έστειλε κοντά σου να σου φέρω αυτό το μπουκαλάκι. Μου είπε πως θα περάσεις στενοχώρια, αλλά θα σου φύγει γρήγορα… Μου είπε να πάρω ένα σακουλάκι με ρύζι, μου έδωσε ένα άλλο πάνινο σακουλάκι με μυρωδικά και μου ζήτησε να μαζέψω φρέσκους κολοκυθανθούς την αυγή»
Ο Βάι άνοιξε το πανέρι που κουβαλούσε κι έβγαλε τους θησαυρούς που έστελνε η γιαγιά της.
«Μου χρειάζεται ένα…»
«…Γουόκ;». Ο Βάι σαν ταχυδακτυλουργός έβγαλε το παράξενο βαθύ τηγάνι από τη τσάντα του…
«Θα ανάψεις φωτιά;» είπε η Χρυσάνθη «Θα φτιάξω λουλούδια γεμιστά. Η γιαγιά μου έβαλε όλα τα υλικά στη σακκούλα. Μόνο που οι ντομάτες είναι λιαστές και αντί για απλό λάδι θα βάλω βαλσαμόλαδο»
Κι ήταν ξαφνικά σα να είδε μπροστά της το χαρτί από το τετράδιο με τις καλοκαιρινές συνταγές της γιαγιάς. Στη σελίδα αυτή η Χρυσάνθη είχε ζωγραφίσει ένα χαμογελαστό κοριτσίστικο πρόσωπο: Το δικό της…
Ανθοί κολοκυθιού γεμιστοί (κολοκυθολέλουδα)
Υλικά
40 λουλούδια
1 ματσάκι μαϊντανός
3 μεγάλα κρεμμύδια
1 ποτήρι του νερού ελαιόλαδο
1 ½ ποτήρι ρύζι
2+ 1 τομάτες
Αλάτι & πιπέρι
(Ανάλογα με τα γούστα μπορούμε να προσθέσουμε και άλλα μυρωδικά της αρεσκείας μας, όπως δυόσμο, βασιλικό κ.α.)
Εκτέλεση
Πλένουμε τα λουλούδια. Φτιάχνουμε το μίγμα με όλα μας τα υλικά, εκτός από τη μια τομάτα και το 1/3 του ελαιόλαδου. Γεμίζουμε και κλείνουμε τα λουλούδια. Τα στρώνουμε στο ταψί που έχουμε αλείψει με ελαιόλαδο. Ρίχνουμε από πάνω τους το υπόλοιπο ελαιόλαδο και μια μεγάλη τομάτα που έχουμε περάσει στον τρίφτη. Προσθέτουμε ένα ποτήρι νερό και ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο για 1 ½ ώρα, στους 180ο .
--------------------------------------------
Η διαφορά ήταν πως τώρα θα το έφτιαχναν στο γουοκ.
Για να δούμε… Ο Βάι την διαβεβαίωσε πως κοίλος πάτος έχει την ιδιότητα να μοιράζει παντού σωστά τη θερμοκρασία σε όλο το τηγάνι. Έτσι το φαγητό ψήνετια ομοιόμορφα και χρειάζεται λίγο λάδι.
«Ετοίμασέ τα εσύ, κι εγώ θα αναλάβω το ψήσιμο… Έχω φέρει και κίτρινο κρασί», είπε πονηρά…
Η Χρυσάνθη ανάλαφρη γέλασε με την καρδιά της. Σε έναν κομμένο κορμό από φοινικόδεντρο άπλωνε και τύλιγε ένα- ένα τα λουλούδια. Μετά τα τοποθετούσε με στοργή μέσα στο βαθύ τηγάνι, σαν μωρά στη κούνια τους…
Ο Βάι πρόσεχε το τηγάνι και σέρβιρε από ένα δαχτυλάκι κίτρινο κρασί, καθώς περίμεναν να γίνει το φαγητό… Σε λίγο η μυρωδιά του είχε σκεπάσει το άρωμα των λεμονανθών…
Το μυαλό της Χρυσάνθης ταξίδεψε σε χαμογελαστά πρωινά, σε ατέλειωτα παιχνίδια σε λιβάδια με μαργαρίτες και χαμομήλια, σε βράδια με κίτρινα αστέρια να πλημμυρίζουν τον ουρανό.
Όταν ο Βάι έσκυψε με το πιρούνι του να πιάσει τον πρώτο ανθό να δοκιμάσουν αν είναι έτοιμος, κάτι μικρό κι αστραφτερό κύλησε από το πουκάμισο του και αιωρήθηκε πάνω από τους αχνούς των λουλουδιών. Το αυτάκι της Αφροδίτης πιασμένο σε μια πετονιά! Αυτό που είχε πετάξει με θυμό στη Λίμνη της Λεμονάδας. Η έκπληξη της ήταν μεγάλη, αλλά δεν είπε τίποτα.
Ο Βάι το έκρυψε γρήγορα- γρήγορα, πιστεύοντας πως δεν το είχε δει η Χρυσάνθη…
Έκοψε ένα λουλούδι στη μέση. Μια έκρηξη από καλοκαιρινά αρώματα. Τα μάτια τους συναντήθηκαν και η Χρυσάνθη είχε όλες τις απαντήσεις μπροστά της. Και επιτέλους μπόρεσε να τις διαβάσει…
Μοιράστηκαν το λουλούδι. Το λάδι του βάλσαμου απλώθηκε γοργά στα σώματά τους…
Έφαγαν όλα τα λουλούδια μοιράζοντάς τα στη μέση. Μπουκιά τη μπουκιά.
«Νομίζω ότι πρέπει να φύγουμε τώρα», είπε η Χρυσάνθη. Δεν χρειάστηκε να πει άλλη λέξη και ο πράσινος δράκος που την είχε φέρει στο νησί εμφανίστηκε μπροστά τους. Ο Βάι κάτι ψιθύρισε στο αυτί του, ανέβηκαν στη ράχη του και εκτοξεύτηκαν στον ουρανό…
Τα μάτια της Χρυσάνθης ήταν υγρά μα ένιωθε και μια ατέλειωτη ανακούφιση. Ένα κομμάτι της καρδιάς της είχε κλείσει μέσα της τον Πρίγκιπα του Λεμονοδάσους. Έβλεπε κάτω τα δυο νησιά κι ήξερε ότι θα γύριζαν πάντα στα όνειρά της…
«Αν αγαπάς κάποιον άφησέ τον ελεύθερο», έγραψε στην άμμο λίγο πριν φύγει…
Επίλογος
«Καλά το κατάλαβες. Παντρεύτηκε τον Κινέζο. Ταξίδεψαν πολύ. Αυτός της είπε πως την αγαπούσε πάντα. Από τότε που την είδε κλαμένη για πρώτη φορά. Πως πίστεψε ότι μαζί του δεν θα ήταν ευτυχισμένη. Πως δεν ταιριάζανε. Πως την αγαπούσε τόσο που ήθελε να βρει το ιδανικό ταίρι. Ποιος θα ήταν καλύτερος από τον Πρίγκιπα του Λεμονοδάσους; Σπάραξε η καρδιά του όταν της έδωσε το κίτρινο κρασί και την έστειλε στη ράχη του αγαπημένου του δράκου στα Δυο Νησιά. Όταν την είδε να ποτίζει με τα δάκρυά της τη Λίμνη και να πετάει το αυτάκι της Αφροδίτης, κατάλαβε πως είχε κάνει λάθος…»
Η Πριγκίπισσα χωρίς όνομα δεν μπορούσε να δεχτεί αυτά που έλεγε η γιαγιά της. «Δεν μου άρεσε τελικά το παραμύθι σου», της είπε πεισματάρικα.
«Νομίζω πως είσαι μικρή ακόμη για να το καταλάβεις…» απάντησε η γιαγιά
Αυτό τη θύμωσε περισσότερο: «Δεν είμαι μικρή!»
Η γιαγιά δαγκώθηκε και κατέφυγε σε πονηρά κόλπα:
«Τέλος πάντων! Έχει μείνει λίγο ακόμη γλυκό κερασάκι. Τι λες να το τελειώναμε;»
Αχ γιαγιά, τόσο σοφή δεν έχεις μάθει πως δεν δωροδοκούμε τα παιδιά;
Η γιαγιά κοίταξε προς το Βορρά και είδε μια γυναίκα να ζωγραφίζει ανακατεύοντας τα όμορφα χρώματά της…
Μετά κοίταξε στο Νότο: Κάποιος πάλευε να γράψει μια ιστορία και την ίδια ώρα μπερδευόταν ο ίδιος…
Τότε, σα να μιλούσε μόνη της, είπε:
«Τίποτε δεν χάνεται από μια αληθινή αγάπη. Ακόμη κι αν έχει κρατήσει όσο το άναμμα ενός σπίρτου...κι αν δείτε ποτέ τιρκουάζ θάλασσες, που δεν μπορείτε να πιστέψετε ότι το καθάριο χρώμα τους είναι αληθινό, να ξέρετε : είναι οι παραλίες που κοιμήθηκαν αγκαλιά η Χρυσάνθη και ο πρίγκιπάς της. Το τζιν του βλέπετε, ξεβάφει...»
ΤΕΛΟΣ
*Περιχάν Μαγκντέν, Η ανάσα τους πίσω μας, Μελάνι, μετάφραση Ιω Τσόκωνα
4 σχόλια:
Μαγικό, υπέροχο και ...σοφό!!! Τέλειο Κώστα!!!
Το ρούφηξα μονομιάς! Εκπληκτικό! Ονειρικό πραγματικά!
Νομίζω ότι είναι ένα υπέροχο καλοκαιρινό ανάγνωσμα σε βεράντα...
Και οι ζωγραφιές είναι μοναδικές. Δένει το κείμενο μαζί τους τόσο υπέροχα και σε ταξιδεύουν!
Έχω την αίσθηση ότι οι αναγνώστες των μαμά..δες, μπαμπά...δες πρέπει να ενημερωθούν... και για το κίτρινο αλλά και για το κόκκινο παραμύθι!
;)
Τα 3/4 ανήκουν σε σένα Στεφανία...
Mamades χαίρομαι που σας άρεσε... Ελπίζω να έχουμε κι άλλες ευχάριστες εκπλήξεις με τα παραμύθια, αρκεί αν μας βοηθήσουν τα πινέλα της Στεφανίας...
Πολύ ωραία αυτά τα παραμύθια -το κόκκινο και το κίτρινο που διάβασα μέχρι στιγμής και μαγεύτηκα. Ειδικά το τέλος στο κίτρινο ήταν απρόσμενο ίσως για ένα παιδί αλλά σε εμένα άφησε μια γλυκύτητα και μια ηρεμία. Δηλαδή, η αγάπη είναι κάτι που σε αφήνει ελεύθερο και σε γεμίζει χαρά, ηρεμία και όχι αίσθημα μελαγχολίας, δέσμευσης και νοσταλγίας.
Δημοσίευση σχολίου