Ήμουνα 13 ετών (ναι, κάποτε συνέβη κι αυτό!) Τελευταία χρονιά της δικτατορίας και μερικά βιβλία παρέμεναν κρυμμένα στο πατάρι. Ο Βάρναλης είχε ξεφύγει... Δεν γλίτωσε λοιπόν από το ερευνητικό μου πνεύμα. Έκπληκτος διάβασα τους "Διχτάτορες" με τα έργα και τις ημέρες των επιγόνων του Ιούλιου Καίσαρα. Κάναμε τότε Ρωμαϊκή Ιστορία κι εγώ πήγα περήφανος στη τάξη αφού πλέον γνώριζα πολύ περισσότερα από τους συμμαθητές μου. Όταν ήρθε η ώρα αποφάσισα να μοιραστώ τις νέες μου γνώσεις δημοσίως. Ο καθηγητής (όχι και πολύ ...δημοκρατικών πεποιθήσεων) άλλαξε δέκα χρώματα και κόντεψε να λιποθυμήσει, όταν με ρώτησε "που τα βρήκα όλα αυτά που λέω" και εγώ του απάντησα: "Στον Βάρναλη"!
Λίγο καιρό αργότερα διάβασα και τον Πεζό Λόγο, μόνο που τώρα πια είχα ενημερωθεί πως δεν πρέπει να το αναφέρω στην τάξη...
Με τι μαεστρία κατάφερνε πατώντας πάνω σε παλιά πρότυπα αν γίνεται ανατρεπτικός! Τι καταπληκτικό να διαβάζεις την "Αληθινή απολογία του Σωκράτη" μετά τον παλτωνικό βομβαρδισμό στο σχολείο. Τι ενδιαφέρον να βλέπεις να γράφει σαν Παπαδιαμάντης ή να σου δείχνει μια άλλη -μάλλον πιο ρεαλιστική πτυχή- του μύθου της Πηνελόπης...
Μετά ήταν τα τραγούδια. Η παράξενη μελαγχολία της "Βάρκας του Αντρέα", ο πεσιμισμός των "Μοιραίων"...
Και τόσα άλλα. Αυτές οι σκέψεις μου ήρθαν στο μυαλό, όταν πριν λίγες μέρες διάβαζα το Λαό των Μουνούχων που κυκλοφόρησε 87 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση από τον Κέδρο...
Την έκδοση συμπληρώνει μεταξύ άλλων ένα εξαιρετικό κείμενο του επίκουρου καθηγητή Θεωρίας Λογοτεχνίας στο ΠΤΔΕ (Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης) του ΑΠΘ, Βασίλη Αλεξίου, που είχε και τη φιλολογική επιμέλεια της έκδοσης...
Μου ήρθε η ιδέα για μια συνέντευξη με το Β.Αλεξίου για το Δρόμο. Η ιδέα υλοποιήθηκε γρήγορα και προχθές (Σάββατο 31 Ιουλίου) δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα με τον τίτλο Ένα επίκαιρο βιβλίο 87 ετών!
Εδώ, ένα απόσπασμα:
Για ποιο λόγο πιστεύετε ότι έχει αξία να διαβάζουμε, σήμερα, Βάρναλη;
Ο Βάρναλης νομίζω πως είναι μια μοναδική, εντελώς ιδιόρρυθμη και ιδιόμελη περίπτωση, στη νεοελληνική λογοτεχνία. Εξοπλισμένος ο ίδιος με μια στέρεα θεωρητική και αισθητική σκευή και έχοντας μια βαθιά γνώση των αντιφάσεων του ποιητικού πράττειν, συλλαμβάνει ταυτόχρονα τα όρια και τις δυνατότητες της λογοτεχνίας, στο πλαίσιο του συγκεκριμένου κοινωνικού καταμερισμού εργασίας. Στην πραγματικότητα, είναι ο πρώτος νεοέλληνας λογοτέχνης που ξυστρίζει, για να παραφράσω μια ρήση του Βάλτερ Μπένγιαμιν, το σώμα της λογοτεχνικής γραφής κόντρα στα «νερά» του και διεκδικεί το δικαίωμα και τη δυνατότητα μιας λογοτεχνίας, η οποία θα παρεμβαίνει ως κοινωνική πρακτική, ως δημόσιος λόγος, ως αισθητική της αντίστασης και ως αντίσταση στην επίσημη αισθητική της κυριαρχίας, αμφισβητώντας έτσι τον κατεστημένο καταμερισμό εργασίας ανάμεσα στους ποικίλους σχηματισμούς λόγου. Και, μάλιστα, αυτή η προσπάθεια γίνεται σχεδόν «εκτός έδρας», δηλαδή χωρίς να υπάρχει μια εγκαθιδρυμένη παράδοση, μια λιγότερο ή περισσότερο συγκροτημένη «γλώσσα», παρά μόνο μια μπουκωμένη με καταπίεση σιωπή, ρινίσματα απόκρυφου καρναβαλικού γέλιου και λιγοστά θραύσματα ετερολογίας. Αυτή την αξία και δραστικότητα της βαρναλικής γραφής φαίνεται να κατανόησαν περισσότερο οι ιδεολογικοί του αντίπαλοι, οι οποίοι διέγνωσαν ευκρινώς αυτή την άκρως «ενοχλητική», βέβηλη καρναβαλική διάσταση του έργου του και τον απέπεμψαν, μετά το σάλο που ξεσήκωσε το Φως που Καίει, από τη δημόσια εκπαίδευση, τιμωρώντας τον, όπως γράφει ειρωνικά ο ίδιος ο Βάρναλης στα Φιλολογικά Απομνημονεύματά του, «ως δημόσιο υπάλληλο, ενώ είχε φταίξει ως ποιητής».
Η προσέγγισή του στη λογοτεχνία με «σκοπό» που έχει τόσο λοιδορηθεί, θα μπορούσε να είναι ένας δρόμος για τις μέρες μας;
Παίρνοντας υπ’ όψιν τη σημερινή κατάσταση, την απάντηση νομίζω πως δίνουν οι παρακάτω στίχοι του Μπέρτολτ Μπρεχτ (ενός δημιουργού με μια πορεία, εν πολλοίς παράλληλη με αυτήν του Βάρναλη) όταν, κάπου εκεί στη δεκαετία του 1930, έγραφε: Μέσα μου μάχονται/o ενθουσιασμός για την μηλιά που ανθίζει/και ο φόβος του μπογιατζή (Χίτλερ)./ Μα είναι το δεύτερο μονάχα/που στο γραφείο με καθίζει.
Μια πρόχειρη ματιά, εξάλλου, στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνική παραγωγή φαίνεται να επιβεβαιώνει αυτήν την, προς το παρόν, αδύναμη αλλά υπαρκτή στροφή από μια γραφή εσωτερικού χώρου, σχεδόν Ι.Χ., από μια «πεζογραφία των οιστρογόνων» (όπως την είχε χαρακτηρίσει κάποτε στον Ιχνευτή ο μακαρίτης Κώστας Βουκελάτος) σε μια άλλη που έχει συνείδηση ότι η λογοτεχνία είναι πάνω απ’ όλα δημόσιος λόγος και μια βαθύτατα κοινωνική πολιτισμική πρακτική. Θέλω να πω πως, σιγά-σιγά, γίνεται περισσότερο κατανοητό πως ο χώρος της γραφής δεν είναι ερημική μεταμεσονύκτια λεωφόρος για μοναχικές σούζες τη πένας, αλλά πολυσύχναστο πέρασμα φωνών (ιδανικών κι αγαπημένων, ζωντανών ή νεκρών δεν έχει σημασία) κειμένων και υποκειμένων, αγώνων και αγωνιών, θορύβων και σιωπών...
Η υπόλοιπη συνέντευξη στην ιστοσελίδα του Δρόμου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου