Διαβάζοντας τα "αγαπημένα του Μιχάλη Γκανά", που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, ήταν σα να βούτηξα σε μαι θάλασσα μαγείας. Όπως γράφει κι ο ίδιος, είναι σαν ένα είδος αυτοβιογραφίας. Στίχοι (κυρίως) αλλά και πεζά φτάχνουν έναν ολόκληρο κόσμο.
Στάθηκα λίγο παραπάνω στον παραγνωρισμένο Κώστα Κρυστάλλη και στο συγκλονιστικό του ποίημα για τον σταυραϊτό. Θυμήθηκα που κάποτε, μικρός στο ραδιόφωνο άκουγα μια δραματοποιημένη σειρά για τη σύντομη ζωή του. Με είχε συνεπάρει και με είχε γεμίσει θλίψη.
Θυμήθηκα τον πατέρα μου, που καθώς είχε έρεθει από την επαρχία, ο Κρυστάλλης σήμαινε πολλά γι' αυτόν. Όπως φαντάζομαι για πολλούς της γενιάς του.
Ως ελάχιστο φόρο τιμής στη μνήμη που χάνεται, αντιγράφω από τον Μιχάλη Γκανά το ποίημα του Κώστα Κρυστάλλη:
Στο σταυραϊτό
Από μικρό κι απ' άφαντο πουλάκι, σταυραϊτέ μου,
παίρνεις κορμί με τον καιρό, και δύναμη κι αγέρα,
κι απλώνεις πήχες τα φτερά και σπιθαμές τα νύχια,
και μες στα σύγνεφα πετάς, μες στα βουνά ανεμίζεις·
φωλιάζεις μες στα κράκουρα, συχνομιλάς με τ' άστρα,
με τη βροντή ερωτεύεσαι, κι απιδρομάς και παίζεις
με τ ΄γρια τ' αστροπέλεκα και βασιλιάν σε κράζουν
του κάμπου τα πετούμενα και του βουνού οι πετρίτες.
Έτσι εγεννήθηκε μικρός κι ο πόθος μου στα στήθη,
κι απ' άφαντο, κι απ' άπλερο πουλάκι, σταυραϊτέ μου,
μεγάλωσε, πήρε φτερά, πήρε κορμί και νύχια,
και μου ματώνει την καρδιά, τα σωθικά μου σκίζει·
κι έγινε τώρα ο πόθος μου αϊτός, στοιχειό και δράκος,
κι εφώλιασε βαθιά βαθιά μες στ' άσαρκο κορμί μου,
και τρώει κρυφά τα σπλάχνα μου, κρυφοβοσκάει τη νιότη.
Μπεζέρισα να περπατώ στου κάμπου τα λιοβόρια.
Θέλω τ΄αψήλου ν' ανεβώ· ν' αράξω θέλω, αϊτέ μου,
μες στην παλιά μου κατοικιά, στην πρώτη τη φωλιά μου,
θέλω ν' αράξω στα βουνά, θέλω να ζάω με σένα.
Θέλω τ' ανήμερο καπρί, τ' αρκούδι, το πλατόνι,
καθημερνή μου κι ακριβή να τάχω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αυγή, θέλω το κρύο τ' αγέρι
νά’ ρχεται από τη λαγκαδιά, σα μάνα, σαν αδέρφι,
να μου χαϊδεύη τα μαλλιά και τ' ανοιχτά μου στήθη.
Θέλω η βρυσούλα, η ρεματιά, παλιές γλυκές μου αγάπες,
να μου προσφέρνουν γιατρικό τ' αθάνατα νερά τους,
θέλω του λόγγου τα πουλιά με τον κελαηδισμό τους
να με κοιμίζουν το βραδύ, να με ξυπνούν το τάχυ,
και θέλω νάχω στρώμα μου, νάχω και σκεπασμά μου
το καλοκαίρι τα κλαδιά και τον χειμό τα χιόνια.
Κλωνάρια απ' αγριοπρίναρα, φουρκάλες από ελάτια
θέλω να στρώνω στοιβανιές κι απάνω να πλαγιάζω,
ν' ακούω τον ήχο της βροχής και να γλυκοκοιμιέμαι.
Από ημερόδενδρον, αϊτέ, θέλω να τρώω βελάνια,
θέλω να τρώω τυρί αλαφιού και γάλα απ' άγριο γίδι.
Θέλω ν' ακούω τρυγύρω μου πεύκα κι οξιές να σκούζουν,
θέλω να περπατώ γκρεμούς, ραϊδιά, ψηλά στεφάνια,
θέλω κρεμάμενα νερά δεξιά ζερβά να βλέπω.
Θέλω ν' ακούω τα νύχια σου να τα τροχάς στα βράχια,
ν' ακούω την άγρια σου κραυγή, τον ίσκιο σου να βλέπω.
Θέλω, μα δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια,
και τυραννιέμαι, και πονώ, και σβιέμαι νύχτα μέρα.
Παρακαλώ σε, σταυραϊτέ, για χαμηλώσου ολίγο,
και δώσ’ μου τες φτερούγες σου, και πάρε με μαζί σου,
πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάη ο κάμπος!