Διακοπές!

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2016

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΚΑΡΑ



 Καμιά φορά είναι καλό να μην ανοίγεις τα μειλ σου. Να μη ξέρεις... Ήδη από τον τίτλο "Αποχαιρετισμός στον Αντώνη Κακαρά", ένιωσα ανατριχίλα...
Τον συνάντησα τελευταια φορά σε μια εκδήλωση για τον Δήμο Τσακνιά... Είπαμε αν βρεθούμε. Όλο κάτι τύχαινε και δεν τα καταφέραμε... Ο Αντώνης Κακαράς ήταν από αυτούς τους ξεχωριστούς, ελάχιστους ανθρώπους που μόνο και μόνο όταν σφίγγεις το χέρι τους νιώθεις περήφανος (να που χρησιμοποιώ των Ενεστώτα)...

Η αγαπημένη φίλη Νάντια Βαλαβάνη τα λέει σίγουρα καλύτερα από μένα κι έτσι παραθέτω το δκό της κείμενο:   

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΚΑΡΑ

Τις μικρές ώρες της Δευτέρας, 8.8.2016, στην αγαπημένη του Ικαρία έφυγε ξαφνικά και πρόωρα από κοντά μας ένας σπουδαίος άνθρωπος: Ο αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού (Αρχιπλοίαρχος ε.α.), αποταγμένος και φυλακισμένος τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας, ιδρυτικό μέλος του ΣΦΕΑ ’67-’74, ερευνητής, συγγραφέας του σημαντικότερου έργου για τους στρατιωτικούς στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, του τρίτομου «Οι Έλληνες στρατιωτικοί: Αξιωματικοί και υπαξιωματικοί στη μεταπολεμική Ελλάδα», που του χάρισε ένα PhD στα εξήντα του, αλλά κι ενός ολόκληρου αινιγματικού, αναφορικού και αυτοαναφορικού αφηγηματικού σύμπαντος, στο οποίο οι μνήμες της πραγματικότητας μπερδεύονται αξεδιάλυτα με τη μυθοπλασία, κομμουνιστής, αντισυμβατικός φίλος και σύντροφος, Αντώνης Κακαράς.
Την τελευταία δεκαετία της ζωής του ο Αντώνης Κακαράς, άνθρωπος μέχρι τότε κυρίως της δράσης, λες και προαισθανόταν το πρόωρο τέλος του, αποδύθηκε σε μια γιγάντια προσπάθεια να προλάβει να γράψει - με το ανεπανάληπτο προσωπικό στυλ προφορικού λόγου του, ολόκληρες σελίδες κάποιες φορές χωρίς σημεία στίξης – στην κυριολεξία δεκάδες χιλιάδες σελίδες, εκδίδοντας στις εκδόσεις Παπαζήση σχεδόν ένα βιβλίο το χρόνο. Και, στα ενδιάμεσα, κάθε είδους «αφηγήματα» στην εξαιρετική ιστοσελίδα του. Γνωριζόμασταν περισσότερο από 40 χρόνια, μια σχέση που ο χρόνος – κι ο αποχωρισμός μου από το κάποτε κοινό μας και πάντα δικό του κόμμα, το ΚΚΕ -  αντί ν’ αδυνατίζει, βάθαινε χρόνο με το χρόνο. Μου έκανε την πραγματικά μεγάλη για μένα τιμή, να με θεωρεί μέχρι το τέλος της ζωής του όχι μόνο «σύντροφο εν όπλοις», αλλά από το δεύτερο μισό της προηγούμενης δεκαετίας να μου ζητά να  συμμετέχω στην παρουσίαση των βιβλίων του. Έτσι, προκειμένου να παρουσιάσω σταδιακά τα τέσσερα από τα πρώτα πέντε «αφηγηματικά» του βιβλία, ξεκινώντας από τα πρώτα τρία, που συναπαρτίζουν και την κατά βάση, αλλά όχι μόνο, αυτοβιογραφική τριλογία του, διάβασα χιλιάδες δικές του σελίδες κι έγραψα πολλές δεκάδες δικές μου για το έργο του: Από το εναρκτήριο κιόλας και σημαντικότερο βιβλίο της τριλογίας του, το «Όξω απ’  τ’ αμπέλια ρεεεε!», που σε ένα πρώτο επίπεδο – γιατί τα λογοτεχνικά σχήματα του Αντώνη Κακαρά επιδέχονται πολλαπλές αναγνώσεις - δεν είναι παρά το παρωνύμι που του απένειμαν πρωτοετή για ν΄ «ακούει» στα οργανωμένα καψώνια οι μεγαλύτεροι συμφοιτητές του στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων αρχές της δεκαετίας του ‘60, το αινιγματικό σύμπαν που δημιούργησε αρχικά η πένα του και στη συνέχεια το PC του με κέρδισε ανεπανόρθωτα: Αισθάνομαι έκτοτε ως μια από τους μόνιμους κατοίκους του.
Μου είναι δύσκολο να μιλήσω για τον Αντώνη, αποχαιρετώντας τον, χωρίς κάποια από τα λόγια που έχω ήδη χρησιμοποιήσει γι΄ αυτόν στη μια ή άλλη βιβλιοπαρουσίαση.
Όπως σε εκείνη τη δεύτερη στη Στοά του Βιβλίου, στις 10 Γενάρη 2010, που στο ιστολόγιο του έχει αναρτήσει με το τίτλο «Αλιώρι και Off Shore (Βιβλιοπαρουσίαση Βαλαβάνη ….ποταμός)» και στην οποία εξηγώ έναν βασικό απ’  τους λόγους που χαιρόμουν όταν μου ζητούσε να παρουσιάσω ένα βιβλίο του: «Θα το θεωρούσα τιμή μου, ακόμα κι αν δεν ήξερα προσωπικά τον Αντώνη και τη στάση ζωής του, αν είχα μια τέτοια πρόσκληση και από οποιονδήποτε άλλο συγγραφέα που δε θα δίσταζε να αυτοσυστηθεί στο κοινό του με λόγια όπως: “Δοκιμάστηκε με αμφίβολα αποτελέσματα ως αξιωματικός του ναυτικού επί 28 χρόνια (ενάμισι απ’  αυτά στη φυλακή επί δικτατορίας και δύο ακόμα απ’  αυτά περιδιαβάζοντας περίλυπος, καθότι απότακτος). Στη συνέχεια και επί μία περιπετειώδη δεκαετία σταδιοδρόμησε ασυγκράτητος – και με εκπληκτική αποτυχία – ως μεγαλοστέλεχος ναυτιλιακής εταιρίας. Διαθέτοντας επομένως σαδομαζοχιστικές τάσεις… έγινε Διδάκτορας των Πολιτικών Επιστημών στα εξήντα του και περνάει τον καιρό του διδάσκοντας σε πανεπιστημιακή σχολή στη Χίο, γράφοντας εργασίες και βιβλία  και χρησιμοποιούμενος ως ομιλητής δεξιά και αριστερά.” Ή που δε θα δίσταζε επίσης να ευχαριστήσει (γραπτά) θερμά τη γυναίκα του, επειδή δεχόταν να της διαβάζει δυνατά ό,τι έγραφε – αν και με ανταλλάγματα, όπως να της κουβαλά τη σιδερώστρα  από δωμάτιο σε δωμάτιο – και επειδή υπήρξε καλή ακροάτρια: Ακούγοντας τον ενώ έλυνε το σταυρόλεξο ή το sudoku της, αργά ή γρήγορα την έπαιρνε ο ύπνος. Ομολογώ ωστόσο ότι μέχρι στιγμής δεν είχα την τύχη να συναντήσω κάποιον άλλο συγγραφέα που να ανταποκρίνεται σε μια τέτοια περιγραφή.»

Γιατί ο Αντώνης ήταν από τους αντισυμβατικότερους ανθρώπους που γνώρισα στη ζωή μου, μ’  ένα μοναδικά «ελευθεριακό» θα έλεγες τρόπο: Παραμερίζοντας τις κάθε είδους κοινωνικές και πολιτικές συμβάσεις, γράφοντας την αλήθεια με τον ίδιο άδολο τρόπο που αναφέρονται σ’  αυτήν τα μικρά παιδιά, στον αντίποδα κάθε είδους «χροιάς» δημοσίων σχέσεων, γι’  ανθρώπους συχνά ζωντανούς, που θα μπορούσαν να πληγωθούν και με τη σειρά τους να πληγώσουν. Την έγραφε όμως με τρόπο που ελάχιστοι να μπορούν να καταλάβουν ποιοι κρύβονται πίσω απ’ τη σάγκα των -σχεδόν πάντα πραγματικών -χαρακτήρων του και με τόση αγάπη για τους περισσότερους απ’  αυτούς, που μαντεύω ότι θα ‘ταν δύσκολο να του το «κρατούν». Κι αυτή τη μοναδική, παιδιάστικη ειλικρίνεια τη συνόδευε αδιαχώριστα, όπως φαίνεται κι από το παραπάνω απόσπασμα, με την πιο ανηλεή ειρωνεία απέναντι στις σκέψεις και τις πράξεις αυτού του ίδιου στα αυτοαναφορικά κείμενα του, κάνοντας χρήση για να μιλήσει για τον εαυτό του συνήθως του τρίτου προσώπου και διαφόρων ψευδώνυμων-alter ego του, το πιο αγαπημένο απ’  τα οποία ήταν το «Γρίβας Καραβάς» (συνδυάζοντας την ιδιότητα του ναυτικού με τη γέννηση του στη Γραβιά Φωκίδας, όντας κοντοχωριανός του δικού μου συντρόφου, που καταλάβαινε γι’  αυτό πολύ ευκολότερα από μένα ποια ήταν κάποια τουλάχιστον από τα εκατοντάδες πρόσωπα της περιοχής, ζωντανά ή νεκρά, στις περίεργες ιστορίες του Αντώνη).
Ο ζωντανός Αντώνης Κακαράς, ωστόσο, όπως ξέρουν όλοι όσοι τον γνώρισαν, κάθε άλλο παρά «παιδί» ανάλογο του Γρίβα Καραβά ήταν. Υπήρξε, αντίθετα ένας σύνθετος, πολύπλοκος άνθρωπος, που αν έγραφε με κώδικες, είχε βάσιμους λόγους να το κάνει.
Αυτό προσπάθησα να εξηγήσω από την πρώτη κιόλας βιβλιοπαρουσίαση, το 2008: «Ο αναγνώστης του “Όξω απ’  τ’ αμπέλια ρεεε!” όχι μόνο δεν ενοχλείται, αλλά γνωρίζει τη σπάνια ευχαρίστηση σε μια εποχή που η εικόνα εξοστρακίζει τη σκέψη και η πραγματικότητα μετατρέπεται σε εικονική, να περιδιαβαίνει συντροφιά με το συγγραφέα μπρος-πίσω μέσα στο χρόνο σ’  έναν κόσμο πραγματικό, σ΄ έναν κόσμο που σε κρατάει σε κατάσταση εγρήγορσης, όχι σ΄ κόσμο-καταφύγιο από την πραγματικότητα, όχι σ’ ένα παράλληλο σύμπαν που σε απορροφάει και σε παρηγορεί και συναντιέται μόνο στα όνειρα.  Κι επειδή ακριβώς ο κόσμος αυτού του βιβλίου είναι ένας κόσμος πραγματικός στην ιστορικότητα και στο παρόν του, με όλη του τη βιαιότητα και τη μεγαλοσύνη, τη δόση βλακείας και διάνοιας, δειλίας και γενναιότητας, μεταφυσικής και ορθολογισμού  που χαρακτηρίζει μόνο την πραγματική ζωή, γι΄ αυτό κι είναι ένας κόσμος που βοηθά τελικά όχι μόνο το συγγραφέα αλλά και τον αναγνώστη του να ονειρεύεται. Όχι με τα όνειρα που κοιμίζουν, αλλά μ’  αυτά που σε κρατούν ξύπνιο, που συλλαμβάνουν και αντανακλούν πρώτα σ΄ ένα φαντασιακό πεδίο τις αλλαγές που είναι απολύτως αναγκαίες αλλά φαίνονται αδύνατες στο πεδίο της πραγματικότητας, που αν πρώτα δεν τις ονειρευτείς,  δεν υπάρχει περίπτωση να βρεθείς να παλεύει γι΄ αυτές στην πραγματική ζωή. Ο Αντώνης Κακαράς, που μια ζωή τρωγόταν με τα ρούχα του ακριβώς γιατί έκανε τέτοια όνειρα, που χάρη σ’  αυτά αντί να καταβροχθίζει τις βαθμίδες της καριέρας του ως αξιωματικός βρέθηκε μ’  ένα φάκελο “δυσμενείς κρίσεις ανωτέρων» και στη φυλακή και βέβαια 60χρονος με διδακτορικό, κάνει και τον αναγνώστη του να τρώγεται με τα ρούχα του. Γι΄ αυτό και το παρόν βιβλίο είναι ενοχλητικό: Για τις κοινωνικές δομές που από αρχαιοτάτων χρόνων, απ’  την περίοδο αποφθεγμάτων τύπου “το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον”, μέχρι σήμερα θέλουν ανθρώπους παραιτημένους, συμβιβασμένους με ό,τι εμφανίζεται ως “μοίρα” τους
Ή, όπως έγραψα το 2012 στη βιβλιοπαρουσίαση των «Φρουρών της Συκαμινιάς»: «Ο Α.Κ. με την τριλογία του και με τα δύο βιβλία σύντομων αφηγημάτων που την ακολούθησαν οικοδομεί ένα σεντούκι συλλογικής μνήμης, παλιότερης αλλά και σύγχρονης. Με πολύ μεγαλύτερη ποικιλία ανθρώπων και στόχων επιχειρεί κάτι ανάλογο με αυτό που έκανε με την τριλογία “στρατευμένων ντοκιμαντέρ» της αποκλειστικά για τη γυναίκα στην Αντίσταση – στην ανάκριση, στην εξορία και στις φυλακές – στην πάροδο του 20ου αιώνα η Αλίντα Δημητρίου. Ο Κακαράς συνδυάζει όμως γι΄ αυτό την ιστοριογραφία με τη μυθιστορία. Πρόκειται για ένα πολύτιμο σεντούκι, ακόμα κι αν τα γραπτά του Κακαρά απαιτούν πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια και κόπο από μεριάς του αναγνώστη για την αποκωδικοποίηση τους. Αυτό όμως συνδέει τον ίδιο τον αναγνώστη με πολύ πιο άμεσο τρόπο με τα ίδια τα κείμενα. Και ταυτόχρονα ανοίγει παράθυρα συνάντησης της ζωής με την ιστορία και την τέχνη… Τελικά ίσως είναι ακόμα καλύτερα που δεν ξέρουμε σε ποιους πραγματικούς ανθρώπους αντιστοιχεί τι απ΄ όσα γράφει ο Κακαράς. Έτσι αυτό που μένει είναι αυτό που κυρίως μετρά αφού οι άνθρωποι φεύγουν: Όχι τόσο οι ίδιοι αλλά οι καταστάσεις που δημιούργησαν, τα σημάδια που άφησε η ζωή τους, τ’ αποτελέσματα από τις πράξεις τους
Ο Αντώνης αγαπούσε με πάθος τη ζωή και τους λαϊκούς ανθρώπους κι είχε πολλούς σύντροφους και φίλους, κανέναν όμως του δικού του φύλου δεν παραδέχτηκε και δεν αγάπησε τόσο όσο τις γυναίκες. Τα βιβλία του είναι ένας ύμνος στη γυναίκα όλων των ιστορικών περιόδων, μορφωτικών επιπέδων και ηλικιών, απ’  τα νεαρά κορίτσια μέχρι τις ώριμες γυναίκες στην Αθήνα και λιγότερο συχνά στη Σαλονίκη, και βέβαια τις γριές στη Φωκίδα και στην αγαπημένη πατρίδα της γυναίκας του, της «Καριωτίνας» Βάλιας Παπαγιάννη, τη Νικαριά. Είναι χαρακτηριστικό πως συζητώντας μαζί μου στον «καφέ της παρηγοριάς» στην κηδεία μιας φίλης του, που έφυγε επίσης αιφνιδιαστικά και πρόωρα αυτό τον Ιούνη, της Μαργαρίτας Λαμπράκη-Παπαπέτρου, για μια περίοδο προϊσταμένης στο εξαιρετικά σημαντικό Κέντρο Ερευνών του Πολεμικού Ναυτικού, αφού μου εξήγησε πόσο αποτελεσματικά κατάφερνε να τα βγάζει πέρα σ’  ένα ανδροκρατούμενο σύμπαν, συνόψισε με τη φράση: «Ήταν μια πραγματική γυναίκα!» Κι ενώ η γυναίκα του εμφανίζεται στο έργο του στις άμεσες αναφορές του συχνά ως «τύραννος» κι «εξουσιαστής», και μάλιστα όχι πάντα «γλυκός», μια αποστροφή του λόγου εδώ, μια παρατήρηση που φαίνεται να του «ξεφεύγει» εκεί, και καταλαβαίνεις ότι πίσω απ’  την αγάπη του γι’  αυτό το ατέλειωτο πάνθεο γυναικών στα έργα του βρίσκεται ένας και μοναδικός έρωτας, που κράτησε περισσότερο από μισό αιώνα: Για μια γυναίκα που εμφανίζεται με διάφορα ονόματα σε διαφορετικά μέρη κι εποχές. Για το κορίτσι ανάμεσα στο πάνθεο γυναικών της Ικαρίας που στους «Φρουρούς της Συκαμινιάς» αποκαλεί με το κωδικό όνομα «Μενεμένη» κι αναφέρεται στην παχιά πλεξούδα της που τον τρέλανε και τον τρελαίνει ακόμα - και μόνο χάρη στο τυχαίο εύρημα μιας φωτογραφίας που μου άφησε για άσχετους λόγους ο ιστορικός Ιάσονας Χανδρινός,  κατάλαβα ξαφνικά, ενώ έγραφα την τελευταία βιβλιοπαρουσίαση που έκανα για έργο του, το  2012, ότι είναι η ίδια η Βάλια!
Κι έτσι όχι μόνο τα βιβλία του αλλά κι οι ίδιες οι παρουσιάσεις τους κάθε άλλο παρά ήταν συμβατικές: Είχαν πάντα στοιχεία του απρόβλεπτου. Για παράδειγμα, όταν το 2008 παρουσιάσαμε σε μια κατάμεστη Στοά του Βιβλίου το «Όξω απ’  τ’ αμπέλια ρεεεε!», ένας απ’  τους «συμπαρουσιαστές», ο πρώην Α/ΓΕΝ ναύαρχος Α. Αντωνιάδης, συμφοιτητής του στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και κατεξοχήν αντισυμβατικός άνθρωπος κι αυτός ο ίδιος (μόλις αποστρατεύτηκε, αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, είχε δηλώσει άθεος προκαλώντας σφοδρές επιθέσεις εναντίον του) ανάφερε ατάραχος μπροστά στο ακροατήριο μας, στο οποίο σγκαταλεγόταν πλήθος απόστρατων όλων των όπλων, ότι κατά την προδικτατορική περίοδο γίνονταν δεκτοί κάθε χρόνο στη Σχολή, φαινομενικά με εξετάσεις, 14 σπουδαστές, απ’  τους οποίους οι 10-11 χαριστικά ως παιδιά ναυάρχων κ.α. ανώτερων αξιωματικών, και οι 3-4 με το σπαθί τους, όντας φτωχόπαιδα συνήθως από χωριό, οι οποίοι θα έπρεπε να γράψουν καλύτερα από ένα μεγάλο πλήθος «ανταγωνιστών» γι΄ αυτές τις 3-4 θέσεις «αριστείας». Δήλωσε επίσης εξίσου ατάραχα ότι ο ίδιος ανήκε στην πρώτη κατηγορία, ενώ ο Αντώνης Κακαράς στη δεύτερη! Στην ίδια παρουσίαση μάθαμε επίσης πως τα «υλικά» (έγγραφα εμπιστευτικά, απόρρητα διαφόρων διαβαθμίσεων, των οποίων έκανε χρήση για να γράψει τα βιβλία του για το Πολεμικό Ναυτικό και τους Έλληνες στρατιωτικούς) τα «απαλλοτρίωνε» κατά καιρούς, ξεκινώντας από τη δεκαετία του ’60, από τις υπηρεσίες και τα καράβια που υπηρετούσε, με αποκορύφωμα τα μεταδικτατορικά χρόνια, όταν ακυρώθηκε η απόταξη του και υπηρέτησε σε σημαντικές θέσεις μέχρι να τον αποτάξει οριστικά, μόλις 45χρονο τότε, η Κυβέρνηση Μητσοτάκη. Κι ότι κάποια χρόνια μετά την ολοκλήρωση των τεσσάρων τόμων (υπήρξε κι ένας πρώτος, ανεξάρτητος, για το Πολεμικό Ναυτικό κατά τη διάρκεια της δικτατορίας), υπό τις απειλές της γυναίκας του, που είχε απαυδήσει από το χαρτομάνι κι απειλούσε να τον πετάξει κι αυτόν και τα χαρτιά έξω απ’  το σπίτι, τα παρέδωσε όλα, χαρτόκουτες μέχρι το ταβάνι, στο Μουσείο Μπενάκη, του οποίου συναπαρτίζουν πλέον μέρος του Ιστορικού  του Αρχείου: Εξ ου και στους «συμπαρουσιαστές» μου συγκαταλεγόταν επίσης ο τότε Διευθυντής του Ιστορικού Αρχείου Αλέκος Ζάννας! Ας σκεφτούμε μόνο πού θα βρίσκονταν σήμερα αυτά τα ντοκουμέντα και μαζί τους ένα κρίσιμο τμήμα ζωντανής σύγχρονης ελληνικής ιστορίας – καμένα ή «θαμμένα» - αν ο Αντώνης υπάκουε με στρατιωτική πειθαρχία στους κανόνες διαχείρισης κάποιων τουλάχιστον «εμπιστευτικών» ή «απορρήτων» εγγράφων…   
Κι ο ίδιος ο Αντώνης Κακαράς στην τελευταία συνάντηση μας, φέτος τον Ιούνιο, μου θύμισε όλο νόημα ότι είχε καταγγείλει δημόσια, όταν πήρε ο ίδιος ως συγγραφέας στο τέλος το λόγο στη «διπλή»βιβλιοπαρουσίαση μας του 2010, με αντικείμενο τα βιβλία του «Offshore αγάπη μου» και «Αλιώρι», ως παντελώς αβάσιμο ένα σημείο της τοποθέτησης μου, που έβγαινε αβίαστα μέσα από το γραπτό του κείμενο – το παρακάτω:
«Από το τρίτο βιβλίο κρατώ ιδιαίτερα τη νοσταλγική, κρυπτογραφική αναφορά του συγγραφέα στην «παράνομη» οργανωτική και πολιτική δραστηριότητα των κομμουνιστικών πυρήνων στα στρατιωτικά σώματα, κι ιδιαίτερα στο ναυτικό, ανάμεσα στους μόνιμους αξιωματικούς κατά την περίοδο των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων – μια δράση που είχε τις ρίζες της στη ριζοσπαστικοποίηση που προκάλεσαν τα κινήματα του ναυτικού αλλά και το γενικότερο αντιδικτατορικό κίνημα των τελευταίων χρόνων. Πρόκειται για την πρώτη δημόσια, αν δεν κάνω λάθος, αναφορά. Μένει, όσο είναι ακόμα καιρός, να καταγραφεί η ιστορία της, έστω κι αν δε μπορεί ακόμα να δημοσιοποιηθεί. Και γιατί να μην αποτελέσει αυτή η καταγραφή έναν  καινούργιο τομέα δραστηριότητας για τον συγγραφέα; Εμείς, νεαροί τότε πολίτες, που ανακατευόμασταν μόνο από την άλλη πλευρά, από τη μεριά της ανάπτυξης ανοικτής αγωνιστικής πολιτικής δραστηριότητας ανάμεσα και μέσω όσων υπηρετούσαν τη θητεία τους, μέσω της οποίας έγινε δυνατόν να βελτιωθούν οι συνθήκες ζωής, να νομιμοποιηθεί το διάβασμα εφημερίδων και βιβλίων μέσα στους στρατώνες και de facto η συμμετοχή ένστολων και των τριών σωμάτων στις διαδηλώσεις, ξέραμε απλώς για την ύπαρξη μιας τέτοιας δράσης ανάμεσα στους μόνιμους. Κι είχαμε γι΄ αυτή ανέκαθεν το μεγαλύτερο σεβασμό.»
Μετά τη δημόσια «αποκήρυξη» της τοποθέτησης μου, βέβαια, είχαν παρελάσει με το τέλος της βιβλιοπαρουσίασης αρκετοί απόστρατοι – ή και κάποιες απ’  τις συζύγους τους! – για να με χτυπήσουν στην πλάτη μ’  ένα γελάκι και να μου ψιθυρίσουν λίγα πονηρά λόγια στο αυτί. Ενώ στην κουβέντα μας έξι χρόνια αργότερα, αυτό τον Ιούνη, ο Αντώνης μου είχε πει υποτιμητικά: «Και σε νόμιζα έξυπνο άνθρωπο!» Και μου μίλησε - πάντα εξαιρετικά κρυπτικά - για τον πατέρα της Βάλιας, στρατηγό του τακτικού στρατού και του ΕΛΑΣ, για μια περίοδο μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, τον εξαιρετικό Στέφανο Παπαγιάννη, που βρεθήκαμε μαζί για λίγο συγκρατούμενοι το Φλεβάρη του 1974 στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών και το 1996, μαθαίνοντας καθυστερημένα το θάνατο του, είχα γράψει γι’  αυτόν ένα από τα τελευταία μου ποιήματα με τίτλο «Απώλειες» («Η μεγάλη εποχή», Εκδ. Ταξιδευτής, 2009).
Τελικά, μετά το ξαφνικό ταξίδι χωρίς γυρισμό του Αντώνη, κανείς δεν πρόκειται να γράψει γι’  αυτά με την αμεσότητα του σκεπτόμενου ανθρώπου της δράσης. Δεν πρόκειται να ισχύσει, γι’  αυτή την περίπτωση, ο στίχος του Μπρεχτ από το «Εγκώμιο στην παράνομη δουλειά»:
       Βγείτε μπροστά
       Για μια μικρή ματιά
       Άγνωστα, καλυμμένα πρόσωπα
       Και δεχτείτε την ευγνωμοσύνη μας.
Ας είμαστε ευγνώμονες που σε μια εποχή σαν τη δική μας ο Αντώνης κατάφερε να γράψει, με το μοναδικό του αμίμητο στιλ, το έπος των «ασυμπίεστων», που – όπως εξηγούσα στην τελευταία βιβλιοπαρουσίαση που έκανα γι’  αυτόν, το 2012, «στην ορολογία της σάγκας του Αντώνη Κακαρά είναι οι κομμουνιστές που δεν “έσπασαν” ούτε κάτω απ’  τα βασανιστήρια ούτε κάτω απ’  την ανελέητη πίεση της ζωής. Απόηχος αυτής της στάσης εκείνης της γενιάς είναι η αφιέρωση-ευχή, πολύτιμη στις μέρες μας, του A.K. στους “Φρουρούς της Συκαμινιάς” (μια άμεση αναφορά στα παιδιά του και προπαντός στα εγγόνια του): “Στα πλάσματα που ‘ρχονται και στα γονικά τους. Αντρόπιαστοι κι απροσκύνητοι να ζήσουν.”»
Eιδικά αυτή την εποχή, από έναν άνθρωπο που το καλοκαίρι του 2010 μου είπε χωρίς δεύτερη κουβέντα «ναι» κι έβαλε την υπογραφή του κάτω από την έκκληση των αρχικά 77 ανθρώπων που απάρτισαν το «Βήμα Διαλόγου και Κοινής Δράσης της Αριστεράς» ζητώντας «κοινή δράση όλης της Αριστεράς, κοινοβουλευτικής κι εξωκοινοβουλευτικής» απέναντι στο Μνημόνιο, μαζί με τον Χουρμουζιάδη και τον Βαρδάνη, κι οι δυο επίσης οιωσεί  παρόντες αν και φευγάτοι στο μεγάλο ταξίδι, αυτό είναι και το πιο ουσιαστικό μήνυμα.
Θα μας λείψεις αφάνταστα, Αντώνη.

Ηράκλειο Κρήτης, 10.8.2016                                                           Νάντια Βαλαβάνη