Χθες, στην πολιτική κηδεία του συντρόφου της, Δήμου
Τσακνιά, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, η Νάντια Βαλαβάνη του
απηύθυνε εκ μέρους της οικογένειας τους τον παρακάτω αποχαιρετισμό:
«Αγαπημένε μου Δήμο,
πολυαγαπημένε πατέρα των παιδιών μας,
Στο ταξίδι που έφυγες το
χωρίς γυρισμό, σε συντροφεύουν σκέψεις και λόγια φίλων και συντρόφων, δικά τους
και δικά σου, που ακουστήκαν σήμερα κι εδώ.
Τι λόγια να στείλουμε εμείς
οι τρεις μαζί σου συντροφιά για να μη νιώσεις την άβυσσο που άνοιξε ο θάνατος
για μας, την απέραντη μοναξιά, την αίσθηση εγκατάλειψης μας;
Θα μπορούσα να σου μιλώ ώρες
ατέλειωτες προσπαθώντας έστω και τόσο αργά ν’ απαντήσω σε όσα με ρώταγες κι όσα
εγώ ήθελα να σου πω και δεν πρόκανα αυτά τα δυόμισυ χρόνια που με περίμενες
άγρυπνος να γυρίσω κάθε νύχτα, διψασμένος για δυο λόγια πιο ξεκούραστα απ’ τα βιαστικά λόγια της μέρας, κι εγώ τόσο
ξοδεμένη, που τα λόγια μου μέσα στη νύχτα πανάκριβα.
Θα μπορούσα να επιχειρήσω να
σου πω ό,τι μάζευα και δεν πρόκανα μια ζωή πλήρους απασχόλησης ακόμα και με το
καινούργιο εργατικό άδικο, 40 χρόνια παρά κάτι λίγους μήνες που μοιραστήκαμε
μαζί. Προνομιούχοι, για τούτα τα 40 χρόνια, τα 26 όπως καλά ξέραμε χρόνος
δανεισμένος απ΄ το χάροντα: Μια περίοδος χάριτος, που μας επέτρεψε να συνεχίσουμε να μοιραζόμαστε χαρές και λύπες,
όπως όλοι οι άνθρωποι που αγαπιούνται. Που σου επέτρεψε να δεις μεγάλα και
ωραίους ανθρώπους τα παιδιά σου, το καθένα με τον τρόπο του. Που επέτρεψε στα
παιδιά σου να μη σε ξέρουν μόνο από φωτογραφίες και κουβέντες τρίτων δανεικές, αλλά
από ολόδικες τους μνήμες, προσωπικά βιωμένες, ριζωμένες και μοναδικές: Να μη χρειάζεται να λέω εγώ
για σένα, αλλά να σε ‘χουν ζήσει, τον τρόπο που μας πρόσφερες τη ζωή σου.
Και να μπορούσα όμως όλα τ’
ανείπωτα μαζεμένα να σου πω, και να μπορούσες συ να με ακούσεις, πράγματα πια
αδύνατα, δε θα μπορούσα να το κάνω εδώ. Όπως σου έγραψε κι ο Θανάσης, «τα εν
Δήμω μη εν οίκω».
Γι΄ αυτό και δε μπορώ να σου
διαβάσω ούτε το παλιό ερωτικό τραγούδι που έγραψα για σένα στα Καστέλια έναν
Αύγουστο ένα τέταρτο του αιώνα πριν, αυτό που διάβαζα δημόσια το 2009 και
κοιταζόμασταν, όποτε ήσουνα παρών, κατάματα: Για όλα που μπορούν ανάμεσα μας ν’ αρχίσουνε από την αρχή, «μα δίχως τα παλιά
μας λάθη», καθώς «η πανσέληνος τον Αύγουστο κρατάει δυο νύχτες».
Γιατί από πολύ νεαρός - χρόνια
ακόμα πριν να σε γνωρίσω και να τα μοιραστώ όλα μαζί σου -, ακόμα και στην πιο
βαθιά παρανομία, ακόμα και μετά το «χτύπημα» του Φλεβάρη του ’74, που έφτασες
από ανάγκη να γράφεις, να τυπώνεις και να διακινείς μόνο σου τον «Οδηγητή»,
χωρίς τους ακριβούς φίλους και συντρόφους που το κάνατε μαζί, κάτω απ’ τη μύτη του κόσμου που μαχόσουν, τις νύχτες
στον πολύγραφο του «Συνδέσμου Ανωνύμων Εταιρειών» όπου δούλευες τις μέρες,
φοιτητής της Νομικής, - και στη συνέχεια μαζί, πριν και ακόμα μετά τα παιδιά
μας, πάντα σε μοιραζόμασταν. – Ζούσες
κι έζησες δημόσια.
Κι όλοι όσοι μας αγκάλιασαν
με την αγάπη τους αυτές τις μέρες, Δήμο, κι όλοι όσοι σε συντροφεύουν σήμερα
στο στερνό ταξίδι σου, σύντροφοι και φίλοι και συνεργάτες στη μαχόμενη
δικηγορία και στο Εργατικό Δίκαιο μέχρι την τελευταία πνοή σου κι οι
σιδηροδρομικοί, που 20 χρόνια τώρα είχαν γίνει οικογένεια σου, κι όλοι όσοι μου
είπαν ότι ένιωσαν πως έχασαν το στήριγμα τους, γιατί μπορούσαν όποτε χρειαζόταν
βοήθεια για να ξεμπλέξουν οτιδήποτε, να σου τηλεφωνήσουν κατευθείαν, είναι απόδειξη
γι’ αυτό.
Κι υπήρχε ταυτόχρονα αυτό το
παράδοξο, που ο θάνατος σου κάνει αδύνατο ν'
ανατραπεί: Όταν οι σύντροφοι για πλάκα ή από γινάτι σε αποκάλεσαν
κάποιες ελάχιστες φορές μέσα σε τούτα τα 40 χρόνια «άντρα της Βαλαβάνη», κι
όταν σε άκουσα μια και μοναδική φορά να λες λίγες μέρες πριν φύγεις σε ένα
σύντροφο χαμογελώντας «εμείς είμαστε πια άντρες των γυναικών μας», μπορούσες να
το κάνεις, επειδή ήξερες πως ήμουνα πολύ περισσότερο γυναίκα του άντρα μου.
Όπως όταν μεταξύ 1988-1989, τον τελευταίο χρόνο πριν φύγουμε απ’ το ΚΚΕ - που Κυριακή πρωί, τη μέρα που μας
άφησες, μου είπες «να θυμάσαι πως όπως κι όσο και αν τσακωνόμασταν, ήταν το
Κόμμα μας» - φιγούραρες σε κάθε «κλείσιμο» του Χαρίλαου στην Κ.Ε. Κι εγώ αργότερα
σου έλεγα γελώντας ότι ο ιστορικός του μέλλοντος, αν κάποτε καταπιαστεί να τα
διαβάσει, θ’ απορεί ποιος
ήταν τέλος πάντων τούτος ο Τσακνιάς, όνομα άγνωστο.
Κι εσύ χαμογελούσες σαν να
‘χες αποδεχθεί το μη αυτονόητο: Ότι επίσημα δεν αναγνωρίστηκες ποτέ ούτε καν ως
αντιστασιακός, γιατί όρος γι’ αυτό στο
Σύνδεσμο μας ήταν να σ’ έχουν πιάσει ή
να σε καταζητεί η Ασφάλεια. Κι εσένα δε σε πιάσανε ούτε σε μάθανε ποτέ. Κι εγώ
σου είχα πει γελώντας πως δεν αναγνωρίστηκες ποτέ επειδή ήσουνα ο πιο έξυπνος στην
παράνομη δουλειά σε σχέση με όλους εμάς
που πιάσανε.
Δε βρέθηκε ιστορικός να σου
ζητήσει μια συνέντευξη, έστω γι΄ αυτή την περίοδο ή για το Πολυτεχνείο: Όταν κόντρα
σε κάθε κανόνα συνωμοτικότητας και τις οδηγίες της καθοδήγησης, απόλυτα σωστές
εφόσον έβγαζες παράνομη εφημερίδα, επί τρεις μέρες βρισκόσουν με τους «απέξω»
κι έγραψες στο μυαλό σου και στο χαρτί το δικό σου ρεπορτάζ από πρώτο χέρι. Κι έτσι
χάθηκε η δική σου εκδοχή της ιστορίας
του παράνομου «Οδηγητή», αυτή του υπεύθυνου, ανεπίστρεπτα. Οι δυο τότε σου
σύντροφοι είναι σήμερα εδώ μαζί μας. Ας μη χαθεί ανεπίστρεπτα και η βιωμένη
ιστορία η δική τους. Γιατί η ιστορία εκτυλίσσεται ανεξάρτητα, χρειάζεται όμως η καταγραφή της.
Δεν ήσουνα εύκολος άνθρωπος,
Δήμο. Έλεγες ό,τι σκεφτόσουν και πάλευες πάντα για αυτό κι έψαχνες βασανιστικά
το καθετί, ν’ ανακαλύψεις τις κρυμμένες
αλήθειες και τις αλληλουχίες που συνδέουν τα επιφαινόμενα με την
πραγματικότητα. Πριν λίγους μήνες μου είχες πει να μη συμμετάσχω ποτέ σε κάτι
που δε θα μου επιτρέπει να λέω ανοιχτά και να παλεύω τη γνώμη μου, κι αυτό
έκανες πάντα ο ίδιος - εξίσου απέναντι σε κομματικές ηγεσίες και καθημερινούς
ανθρώπους, που τους θεωρούσες εξίσου σημαντικούς.
Όταν βρεθήκαμε ανένταχτοι
εκτός κόμματος, δεν το έβαλες κάτω. Με αφορμή τις διεργασίες που δημιούργησε ο
πόλεμος ενάντια στη Γιουγκοσλαβία, έκανες ό,τι μπορούσες ώστε απ’ το μέτωπο που
ορθώθηκε ενάντια του, να κατασταλάξει κάτι για το μέλλον. Παρακολούθησα μέσα
από σένα όλες τις προσπάθειες, στην αρχή μαζί με το Λέοντα Αυδή, που έφυγε επίσης
τόσο άδικα και τόσο νωρίς, και μια χούφτα ανθρώπους, οι περισσότεροι μεταξύ
τους αρχικά ούτε καν φιλικοί, απ’ όλα τα
ρεύματα της ιστορικής Αριστεράς: Πρώτη φορά συναπαντιόταν επιχειρώντας να
ξεπεράσουν την παιδική της ανίατη ασθένεια, την απόλυτη αλήθεια του καθενός,
τον χωρίς νόημα κατακερματισμό πολύτιμων δυνάμεων κι αξιόλογων ανθρώπων. Κι
έζησα μέσα από σένα πώς, μέσα απ’ το
Χώρο Διαλόγου και Κοινής Δράσης της Αριστεράς που δημιουργήσατε, μέσα απ’ όλες
τις αναζητήσεις και τις συγκρούσεις και τους θεμιτούς και κάποτε αθέμιτους συμβιβασμούς, τελικά αναδύθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ. Που
από τότε εξελίσσεται συνέχεια - εμβληματικά ως προς το στίχο του Βάρναλη, που η
συντακτική σας ομάδα, που έβγαζε την εφημερίδα πλέον από το 1971 στην Ελλάδα,
προσθέσατε πλάι στον τίτλο του παράνομου «Οδηγητή»: Ώριμο τέκνο της ανάγκης που η πλειοψηφία της
κοινωνίας δεν είχε ακόμα επίγνωση και της
οργής που θα ερχόταν να γιγαντώσει το ΣΥΡΙΖΑ λίγα χρόνια αργότερα: Της
ανάγκης ενότητας στην πάλη για να πάρει ο εργαζόμενος άνθρωπος την τύχη του στα
χέρια του, για να χειραφετηθεί – την ανάγκη ενότητας της αριστεράς, κοινωνικά
και πολιτικά, στην πάλη για πολιτική και κοινωνική αλλαγή.
Καθώς δε μπορώ να σου μιλήσω
«εν Δήμω» όπως θα ‘θελα κι όπως θα σου ‘πρεπε, επέτρεψε μου, αγαπημένε, να δανειστώ
λόγια ξένα: Αυτά που μου ΄δωσες να διαβάσω όταν πρωτοσμίξαμε, εγώ 20 χρονών κι εσύ 25,
εσύ που μέσα απ’ αυτά, μέσα απ’ τον αγαπημένο
σου «Τελευταίο σταθμό», με μύησες στην ποίηση του Σεφέρη. Στο δικό σου
«τελευταίο σταθμό», επέτρεψε μου να σε αποχαιρετίσω μέσα από θραύσματα στίχων
του, τώρα που
«τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης ένας τρόπος
ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις την καρδιά σου»
Σου υπόσχομαι πως θα παλέψουμε για να μη
γίνουμε ποτέ αυτό που αντιπαλεύαμε
«ψυχές από δημόσιες αμαρτίες
μαραγκιασμένες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο
κλουβί του.»
Ξέρω πως πίστευες, αντίθετα με μένα, πως
«Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος∙
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο∙
χείλια και δάκτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους…
Ο άνθρωπος προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι
σαν έρθει ο θέρος.»
Συμφωνούσαμε, όμως, πάντα ότι
«Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.»
Στις σημερινές συνθήκες μιας κοινωνικής πραγματικότητας,
που για αυτήν
«Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει∙»
Τούτη την ώρα, που είμαστε αναγκασμένοι να προχωρήσουμε μπροστά κι εγώ όπως
συνήθως μιλώ πολύ κι εσύ δε βρίσκεσαι πια πουθενά γι΄ αυτό να με μαλώσεις, ούτε
για να σου δώσω το κείμενο μου τούτο εδώ για να το κόψεις, κι ενώ «ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας»,
το ’ξερες και το σιγοτραγουδούσες, τις
σπάνιες φορές που τραγουδούσες, Δήμο: «Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.»
Για
να λάβουν τα όνειρα εκδίκηση.
Κι
από την Άρτεμη κι απ’ τον Αντώνη και από μένα,
δέξου
το τελευταίο αντίο, αγαπημένε μας.»