Είμαι σίγουρος πως αν ζούσε ο
Αντρέ Μπρετόν κι είχε πέσει στα χέρια του το
«Φαμιλιάλ» θα περιελάμβανε σίγουρα κάποια από τις ιστορίες της
Στέργιας
Κάββαλου στην
Ανθολογία του Μαύρου Χιούμορ…
Θα μπορούσαν να είναι τα θραύσματα ενός οικογενειακού χρονικού, συχνά
δοσμένου μέσα από τα μάτια των παιδιών. Αλλά με μια αθωότητα αιχμηρή. Σκληρό
και τρυφερό, με πινελιές μαύρου χιούμορ, με την ομορφιά και τα αγκάθια του
αχινού που αργοκουνιέται βγαίνοντας από τη θάλασσα. Ιστορίες σε κάποιες
περιπτώσεις συγκλονιστικές, όπως η Μόνα Λίζα, με ένα κορίτσι του χωριού, από
εκείνα τα κορίτσια που γεννούν τον πόθο, αλλά σπανίως κάποιος θα βρει τι
κοχλάζει κάτω από την επιφάνεια.
Ξεκινώντας από το «Μόνη σου» το βιβλίο μας ανοίγει μόνο του το δρόμο στον
ιδιότυπο κόσμο που δημιουργεί με τις ιστορίες της η συγγραφέας του Φαμιλιάλ. Η
νύφη που ετοιμάζεται, αλλά κάτι δυσοίωνο πλανιέται που θα οδηγήσει σε ένα
αναπάντεχο τέλος. Για όσους δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο θα αποφύγω να μιλήσω
για το πώς τελειώνει το κάθε διήγημα καθώς μερικά είναι –αν μου επιτρέπεται η
έκφραση- μικρού μήκους θρίλερ.
Το άλλο θέμα που εισάγεται από το πρώτο διήγημα είναι οι σχέσεις μητέρας –
κόρης. Η Στέργια Κάβαλλου δεν ονόμασε τυχαία «Φαμιλιάλ» το βιβλίο της. Όλες οι
οικογενειακές σχέσεις μπαίνουν στο στόχαστρο.
Στο αμέσως επόμενο διήγημα της, το
Only you,
o μικρός 9χρονος Οιδίποδας θα κάνει τα πάντα για να έχει δική
του τη …μαμά.
Σύμβολο- κλειδί ενός κοριτσίστικου κόσμου είναι η Μπάρμπι, που εμφανίζεται
σε πολλές από τις ιστορίες. Το «Μπορείς» ξεκινάει με μια τεμαχισμένη κούκλα.
Περιέργως το διήγημα αυτό που ξεκινά σαν θρίλερ είναι από τα λίγα του βιβλίου
με μάλλον τρυφερό κι αγαπησιάρικο τέλος. Η συγγραφέας είναι λάτρης των
ανατροπών και μας εκπλήσσει κάθε φορά
με
τον τρόπο που διαπραγματεύεται τις ιστορίες της. Άλλο δρόμο θα ακολουθήσει στο
Paradise City, όπου το τέλος θα είναι
εξαιρετικά σκληρό, όπως και στο τσαφ τσουφ…
Στο «Παίξε μπάλα» εισβάλλει στο βιβλίο η πολιτική και οι «Αγανακτισμένοι»
της πλατείας Συντάγματος. Ήρωάς της ο μικρός Γκιγιόμ. Από τα δεκάδες πανό με
συνθήματα το πιο εμπνευσμένο ήταν το δικό του. «Παίξε μπάλα». Γιατί δεν θα
είναι
όλα τα ραντεβού προγραμματισμένα
και αλληλέγγυα. Γιατί το ζητούμενο είναι η επιβίωση σε παντός είδους τερέν.
Από τα πιο τρυφερά διηγήματα είναι το μεγάλος να γίνεις. Που ξεκινά αστεία
«Δυο πράγματα φοβούνται οι Έλληνες. Τη δουλειά και το νερό» για να μας χαρίσει
στιγμές που μου θύμισαν το δέντρο που έδινε. Μόνο που αυτή τη φορά εκείνος που
δίνει είναι ο παππούς.
«Την αποψινή γενέθλια νύχτα χιόνισε ξανά. Η καρδιά του παππού σταμάτησε λίγα
λεπτά πριν σημάνουν μεσάνυχτα. Οι λεμονιές του κήπου έσκυψαν τα ψηλά κλαδιά
τους σε αγκαλιά, σήκωσαν το πεσμένο στη γη σώμα και το ύψωσαν με ολονύκτιο κόπο
στον ουρανό. Η κίνηση της προσπάθειάς τους έδιωξε από τα φύλλα και τους καρπούς
τους το χιόνι. Τα δέντρα είχαν σωθεί».
Το καρμαζέλ, ένα ακόμη εξαιρετικό διήγημα της συλλογής που δείχνει τις
λεπτές γραμμές της παιδικής βίας. Των μικρών τίποτα που διαλύουν τη ζωή μας.
Παράλληλα νομίζω είναι ένα αριστοτεχνικά φτιαγμένο θρίλερ που θα μπορούσε να
γίνει μια ταινία αγωνίας. Άλλωστε «σταχτοπούτες και πριγκίπισσες είναι για όλα
ικανές», όπως γράφει και η συγγραφέας.
Το διήγημα με τα πνιγμένα
playmobil ή το «δυο φορές θάνατος» όπου η ηρωίδα θέλει να δει τον
Χριστό να σταυρώνεται και στη μικρή οθόνη, στην ταινία του Τζεφιρέλι για να
πιστέψει, ακόμη μια φορά μας οδηγούν στον κόσμο των παιδιών.
Στον ίδιο κόσμο και στη σκληρότητα των ενηλίκων αναφέρονται δυο από τα πιο
ενδιαφέροντα διηγήματα τα «Ξυλοκούλουρα» και το “
Marlboro Lights”. Στο πρώτο ο θάνατος
του παππού και πως τον διαπραγματεύονται οι δυο ξαδέλφες (πάλι η Μπάρμπι κάνει
την εμφάνισή της)
και πως οι μεγάλοι –ο
πατέρας στη συγκεκριμένη περίπτωση αδυνατεί να κατανοήσει την προσπάθεια της
κόρης του να τον παρηγορήσει και να παρηγορηθεί.
«Ο θάνατος είναι ένας κύριος απότομος και σοβαρός που χαμπάρι δεν παίρνει
από αστεία. Κύριος που μετακομίζει από το πεθαμένο σώμα σε εκείνους που μένουν
πίσω και τους κάνει κουβάρια με βαριά χέρια και άλυτες φωνές. Ορκίζομαι ποτέ να
μην τον αφήσω να μετακομίσει μέσα μου. Ζωή σ’ αυτούς»
Όπως ο βίαιος πατέρας του δεύτερου διηγήματος που η κόρη του κρύβει την
κούτα με τα Μάρλμπορο για να τον γλιτώσει από τις κακές συνήθειες. Ακολουθεί η
βία, μια απελπιστική βόλτα στη θάλασσα και η μικρή της ιστορίας καταλήγει στην
απόφαση να αφήσει τους μεγάλους να καταστρέφονται με την ησυχία τους. Μακάρι να το είχε στείλει στον Γ διαγωνισμό διηγήματος Στέλιος Ξεφλούδας με θέμα
«Καπνός». Θα το είχαμε τώρα (και) στην ανθολογία μας.
Kill the cat.
Μια γιαγιά που δεν θυμίζει καθόλου τα στερεότυπα και είναι μια συστηματική
ζωοκτόνος, μέχρι που όλα αλλάζουν στη ζωή της…
Μια διαφορετική εκδοχή της ζωοοφιλίας.
Όσο για το
Morning Glory
σε άλλο μήκος κύματος περιγράφει το ξύπνημα μιας οικογένειας αστέγων…
Με ένα μυστηριώδη τρόπο εκεί που με ταξιδεύει η ποίηση συναντώ το διήγημα.
Αυτή τη μικρή φόρμα που μας έχει χαρίσει μάλλον τις καλύτερες στιγμές στη
σύγχρονη ελληνική πεζογραφία. Και μια τέτοια στιγμή -ή μάλλον πολλές στιγμές-
μας χαρίζει η Στέργια Κάββαλου με το
Φαμιλιάλ της
Μαζί με τη Βασιλική Πέτσα, τη Niemands Rose και άλλες νέες συγγραφείς, η
Στέργια Καββάλου ανοίγει άλλα μονοπάτια σε αυτό που ονομάζεται «γυναικεία
γραφή» και δεν έχει καμία σχέση με τα υποπροϊόντα της «ροζ λογοτεχνίας»….
(Από την ομιλία μου στην παρουσίαση του βιβλίου στον Ιανό)