Αυτή είναι μια εκδήλωση που δεν πρέπει να χάσετε με τίποτα!
Το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδος και οι Εκδόσεις Μελάνι
σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου της
Μπαρμπαρά Κασσέν
Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του;
Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015 στις 19.00
Αμφιθέατρο «Θόδωρος Αγγελόπουλος» – Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών
Συντονιστής:
Γιώργος Χουλιάρας, συγγραφέας
Ομιλητές:
Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, μεταφράστρια, κριτικός λογοτεχνίας.
Θανάσης Καράβατος, ομότιμος καθηγητής ψυχιατρικής του ΑΠΘ και συγγραφέας.
Θάλεια Δραγώνα, καθηγήτρια κοινωνικής ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στην παρουσίαση, θα συμμετέχει η συγγραφέας
Μπαρμπαρά Κασσέν.
Είσοδος ελεύθερη – ταυτόχρονη μετάφραση
Για τους ενδιαφερόμενους παραθέτω το κέιμενό μου από τον "Δρόμο της Αριστεράς":
Η αρρώστια της
νοσταλγίας
Του Κώστα Στοφόρου
Προφανώς κανείς δεν
θέλει να ξέρει ότι η σύγχρονη ιστορία γέννησε έναν νέο τύπο ανθρώπινων όντων
–αυτούς που στάλθηκαν στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως από τους εχθρούς τους και
στα στρατόπεδα προσφύγων από τους φίλους τους
Χάνα Άρεντ –παράθεση από τη «Νοσταλγία» της Μπαρμπαρά Κασσέν
«…Κι όμως, η λέξη «νοσταλγία δεν είναι ελληνική, δεν απαντά
στην Οδύσσεια. Όχι, δεν είναι ελληνική λέξη, αλλά ελβετική, γερμανο- ελβετική.
Είναι στην πραγματικότητα το όνομα μιας νόσου καταχωρισμένης ως τέτοιας μόλις
τον 17ο αιώνα. Την επινόησε, σύμφωνα με το ιστορικό λεξικό της γαλλικής
γλώσσας, το 1678 συγκεκριμένα, ένας γιατρός, ο Γιόχαν Γιάκομπ Χάρντερ,
προκειμένου να κατονομάσει τον πόνο της πατρίδας, το Heimweh, από τον οποίο υπέφεραν οι πιστοί,
ακριβοπληρωμένοι Ελβετοί μισθοφόροι του Λουδοβίκου του 14ου…»
Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου της Μπαρμπαρά Κασσέν, «Η
Νοσταλγία- Πότε λοιπόν είναι κανείς
σπίτι του;» (εκδόσεις Μελάνι) καταλαβαίνουμε ότι βρισκόμαστε σε μπροστά σε ένα
βιβλίο που δεν έρχεται απλώς να προστεθεί στα άλλα που διαβάζουμε, αλλά να
ανοίξει πολλούς διαδρόμους στη σκέψη μας.
Πυκνό και γεμάτο νοήματα καταπιάνεται με τη «νοσταλγία» όπως
ίσως δεν την είχαμε προσεγγίσει ποτέ. Προσφέροντας μας μια νέα οπτική για την
«Οδύσσεια» -ο νόστος και η επιστροφή στην Ιθάκη, περνώντας μέσα από την
Αινειάδα -όπου μετά την καταστροφή, όταν όλα πίσω γίνονται στάχτες
δημιουργείται μια νέα πατρίδα και καταλήγοντας στη Χάνα Άρεντ, στην προσφυγιά
και στην πατρίδα της γλώσσας. Ή ακριβέστερα στη γλώσσα –πατρίδα.
«…Μπορεί να συμβεί να μιλάμε με κλισέ –κοινοτοπία του κακού-
στη μητρική μας γλώσσα. Αλλά πώς να αποφύγουμε να μιλάμε με κλισέ σε μια γλώσσα
που δεν είναι δική μας;… Όταν η γλώσσα γενικής χρήσεως δεν είναι παρά globish, εν προκειμένω global English, και όταν δεν υπάρχει
πλέον ούτε επινόηση ούτε καλαισθησία ούτε κρίση, τότε παύει απλούστατα να
υπάρχει γλώσσα…»
Δύσκολο να γράψει κανείς για ένα κείμενο που περιέχει τόσα
πολλά μέσα σε λίγες σελίδες. Κάθε είδους προβληματισμό για τη γλώσσα και την
πατρίδα. Για τη νοσταλγία που είναι πανούργα και πολύτροπη. Για την εξορία. Για
την περιπλάνηση. Σκέψεις που γίνονται οδυνηρά επίκαιρες με ανθρώπους που
χάνονται προσπαθώντας να ξεφύγουν από τη δική τους μητριά – πατρίδα. Που κουβαλάνε
την πατρίδα στην πλάτη σαν τον Αινεία, ή περνούν μια οδύσσεια ή καταλήγουν σε
μια μακριά εξορία –χωρίς επιστροφή…
Η σημαντική Γαλλίδα φιλόσοφος αναμένεται να έρθει σύντομα
στην Ελλάδα και θα έχουμε την ευκαιρία να αναφερθούμε και πάλι στη «Νοσταλγία» της.
Αξίζει πάντως να σημειώσουμε ότι το βιβλίο είχε εξαιρετική τύχη, αφού η
μετάφραση, η εισαγωγή και οι σημειώσεις της Σεσίλ Ιγγλέση –Μαργέλλου που
ανέλαβε το δύσκολο εγχείρημα, φωτίζουν πολλές πτυχές της φιλοσοφίας της Κασσέν,
αναπτύσσουν στην ουσία ένα διάλογο με το βιβλίο, ερμηνεύουν βασανιστικά την
κάθε λέξη.
Ένας μόχθος αποδοτικός, ένα βιβλίο μέσα στο βιβλίο.
Για κάποιον λόγο, κρατώ μέσα μου τα όσα γράφονται για τα
νησιά:
«…Κάθε νησί είναι κατεξοχήν μια οντότητα, μια ταυτότητα, ένα
κάτι με περίγραμμα, είδος, που αναδύεται σαν ιδέα. Στην περατότητά του κάθε
νησί είναι μια άποψη του κόσμου. Κάθε νησί είναι ποντισμένο στον κόσμο, κοσμικό
και κοσμολογικό, με τον έναστρο ουρανό πάνω απ’ τα κεφάλια μας και την
απεραντοσύνη απέναντι, αισθητή στο βλέμμα… Σε κάθε παρακαμπτήριο, σε κάθε
στροφή, σε κάθε βήμα ανασυντίθεται ο κόσμος και αναδιοργανώνεται. Αυτό που
βλέπει το μάτι γίνεται αυτοστιγμεί δομή, κατακλύζεται το μάτι από την αρμονία
με νέα έκπληξη κάθε φορά. Μεταξύ κοσμολογίας και κοσμητικής, απέραντος και
περιορισμένος, ο ορίζοντας αναδιατάσσεται.
Κάθε νησί είναι κατεξοχήν τόπος.
Η νοσταλγία ενός νησιού. Ως τόπος το νησί είναι ταυτόχρονα
ένας πολύ ιδιάζων τόπος, ένας τόπος που σε ωθεί σε αναχώρηση: από το νησί,
μπορείς μόνο να φύγεις, «Χάρε γερο-ναυτίλε». Και θέλεις, οφείλεις να
επιστρέψεις εκεί. Το νησί καθορίζει και μαγνητίζει. Συμβαίνει να πιστέψεις ότι
ο χρόνος καμπυλώνει όπως ο ορίζοντας και ότι θα επιστρέψεις έπειτα από έναν
περίπλου, έναν κύκλο, μια οδύσσεια.
Αλλά επιστρέφεις, άραγε, όντως εκεί; Και μπορείς ποτέ εκεί
να μείνεις;»
Το βιβλίο της Μπαρμπαρά Κασσέν, είναι ένα βιβλίο για να το
διαβάζεις αργά- αργά και να απολαμβάνεις κάθε σκέψη και φράση, με την έξοχη εισαγωγή, τη μετάφραση και τις σημειώσεις
του….
ροφανώς κανείς δεν θέλει να ξέρει ότι η σύγχρονη Iστορία
γέννησε ένα νέο τύπο ανθρώπινων όντων – αυτούς που στάλθηκαν στα
στρατόπεδα συγκεντρώσεως από τους εχθρούς τους και στα στρατόπεδα
προσφύγων από τους φίλους τους.
Χάνα Άρεντ,
παράθεση από τη Νοσταλγία της Μπαρμπαρά Κασέν
«…Κι όμως, η λέξη “νοσταλγία δεν είναι ελληνική, δεν απαντά στην
Οδύσσεια. Όχι, δεν είναι ελληνική λέξη, αλλά ελβετική, γερμανο-ελβετική.
Είναι, στην πραγματικότητα, το όνομα μιας νόσου καταχωρισμένης ως
τέτοιας μόλις τον 17ο αιώνα. Την επινόησε, σύμφωνα με το ιστορικό λεξικό
της γαλλικής γλώσσας, το 1678 συγκεκριμένα, ένας γιατρός, ο Γιόχαν
Γιάκομπ Χάρντερ, προκειμένου να κατονομάσει τον πόνο της πατρίδας, το
Heimweh, από τον οποίο υπέφεραν οι πιστοί, ακριβοπληρωμένοι Ελβετοί
μισθοφόροι του Λουδοβίκου του 14ου…».
Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου της Μπαρμπαρά Κασέν, Η Νοσταλγία –
Πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του; (Eκδόσεις Μελάνι) καταλαβαίνουμε
ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα βιβλίο που δεν έρχεται απλώς να προστεθεί
στα άλλα που διαβάζουμε, αλλά να ανοίξει πολλούς διαδρόμους στη σκέψη
μας.
Πυκνό και γεμάτο νοήματα καταπιάνεται με τη «νοσταλγία», όπως ίσως
δεν την είχαμε προσεγγίσει ποτέ. Προσφέροντάς μας μια νέα οπτική για την
Οδύσσεια -ο νόστος και η επιστροφή στην Ιθάκη, περνώντας μέσα από την
Αινειάδα- όπου μετά την καταστροφή, όταν όλα πίσω γίνονται στάχτες,
δημιουργείται μια νέα πατρίδα και καταλήγοντας στη Χάνα Άρεντ, στην
προσφυγιά και στην πατρίδα της γλώσσας. Ή, ακριβέστερα, στη
γλώσσα-πατρίδα.
«…Μπορεί να συμβεί να μιλάμε με κλισέ -κοινοτοπία του κακού- στη
μητρική μας γλώσσα. Αλλά πώς να αποφύγουμε να μιλάμε με κλισέ σε μια
γλώσσα που δεν είναι δική μας; Όταν η γλώσσα γενικής χρήσεως δεν είναι
παρά globish, εν προκειμένω global English, και όταν δεν υπάρχει πλέον
ούτε επινόηση ούτε καλαισθησία ούτε κρίση, τότε παύει απλούστατα να
υπάρχει γλώσσα…».
Δύσκολο να γράψει κανείς για ένα κείμενο που περιέχει τόσα πολλά μέσα
σε λίγες σελίδες. Κάθε είδους προβληματισμό για τη γλώσσα και την
πατρίδα. Για τη νοσταλγία που είναι πανούργα και πολύτροπη. Για την
εξορία. Για την περιπλάνηση. Σκέψεις που γίνονται οδυνηρά επίκαιρες με
ανθρώπους που χάνονται προσπαθώντας να ξεφύγουν από τη δική τους
μητριά-πατρίδα. Που κουβαλάνε την πατρίδα στην πλάτη σαν τον Αινεία ή
περνούν μια οδύσσεια ή καταλήγουν σε μια μακριά εξορία χωρίς επιστροφή.
Η σημαντική Γαλλίδα φιλόσοφος αναμένεται να έρθει σύντομα στην Ελλάδα
και θα έχουμε την ευκαιρία να αναφερθούμε και πάλι στη Νοσταλγία της.
Αξίζει, πάντως, να σημειώσουμε ότι το βιβλίο είχε εξαιρετική τύχη, αφού η
μετάφραση, η εισαγωγή και οι σημειώσεις της Σεσίλ Ιγγλέση-Μαργέλλου που
ανέλαβε το δύσκολο εγχείρημα, φωτίζουν πολλές πτυχές της φιλοσοφίας της
Κασέν, αναπτύσσουν στην ουσία ένα διάλογο με το βιβλίο, ερμηνεύουν
βασανιστικά την κάθε λέξη.
Ένας μόχθος αποδοτικός, ένα βιβλίο μέσα στο βιβλίο.
Για κάποιον λόγο, κρατώ μέσα μου τα όσα γράφονται για τα νησιά:
«…Κάθε νησί είναι κατεξοχήν μια οντότητα, μια ταυτότητα, ένα κάτι με
περίγραμμα, είδος, που αναδύεται σαν ιδέα. Στην περατότητά του κάθε νησί
είναι μια άποψη του κόσμου. Κάθε νησί είναι ποντισμένο στον κόσμο,
κοσμικό και κοσμολογικό, με τον έναστρο ουρανό πάνω απ’ τα κεφάλια μας
και την απεραντοσύνη απέναντι, αισθητή στο βλέμμα… Σε κάθε
παρακαμπτήριο, σε κάθε στροφή, σε κάθε βήμα ανασυντίθεται ο κόσμος και
αναδιοργανώνεται. Αυτό που βλέπει το μάτι γίνεται αυτοστιγμεί δομή,
κατακλύζεται το μάτι από την αρμονία με νέα έκπληξη κάθε φορά. Μεταξύ
κοσμολογίας και κοσμητικής, απέραντος και περιορισμένος, ο ορίζοντας
αναδιατάσσεται.
Κάθε νησί είναι κατεξοχήν τόπος.
Η νοσταλγία ενός νησιού. Ως τόπος το νησί είναι ταυτόχρονα ένας πολύ
ιδιάζων τόπος, ένας τόπος που σε ωθεί σε αναχώρηση: από το νησί μπορείς
μόνο να φύγεις, “Χάρε γερο-ναυτίλε”. Και θέλεις, οφείλεις να επιστρέψεις
εκεί. Το νησί καθορίζει και μαγνητίζει. Συμβαίνει να πιστέψεις ότι ο
χρόνος καμπυλώνει όπως ο ορίζοντας και ότι θα επιστρέψεις έπειτα από
έναν περίπλου, έναν κύκλο, μια οδύσσεια.
Αλλά επιστρέφεις, άραγε, όντως εκεί; Και μπορείς ποτέ εκεί να μείνεις;».
Το βιβλίο της Μπαρμπαρά Κασέν, είναι ένα βιβλίο για να το διαβάζεις
αργά-αργά και να απολαμβάνεις κάθε σκέψη και φράση, με την έξοχη
εισαγωγή, τη μετάφραση και τις σημειώσεις του…
- See more at: http://www.e-dromos.gr/h-arrostia-ths-nostalgias/#sthash.G0kkBaNh.dpuf