«…θυμάμαι μια οικογένεια, την έβλεπα μέχρι την άνοιξη, η
οποία είχε δυο παιδάκια και έμεναν όλοι μαζί σε ένα παγκάκι. Δεν ξέρω για πόσο
διάστημα συνέβαινε αυτό, αλλά σκεφτείτε πως τα παιδάκια πήγαιναν στο σχολείο
και επέστρεφαν στο παγκάκι. Κάποια στιγμή νομίζω φιλοξενήθηκαν από την
εκκλησία»
(Λιάνα Μαΐλη, από τους «Γιατρούς του Κόσμου», στο «Δρόμο της
Αριστεράς», Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012)
Στο σχολείο λέει την παλιά διεύθυνση όταν τον ρωτάει η
δασκάλα. Όταν σχολάνε, πιάνει την αδερφούλα του από το χέρι. Σήμερα την κρατάει
πιο σφιχτά από ποτέ. Αυτή διαμαρτύρεται. Μετά τον κοιτάζει. Δυο λίμνες τα μάτια
του. Συννεφιασμένες. Δεν μιλάει. Κοιτάζει μπροστά και αφήνει το χέρι της στο
δικό του.
Φωνές χαρούμενες γύρω. Πόρτες αυτοκινήτων που ανοιγοκλείνουν.
Η τσάντα βαριά τον κόβει στους ώμους.
Κάποιος μπροστά έχει βγει από ένα μαγαζί. «Τοστ, τυρόπιτα,
μπουγάτσα, χοτ ντογκ. Όλοι οι καφέδες 1 ευρώ»
Κρατάει μια τυρόπιτα στο χέρι. Τη δαγκώνει. Σταματάει.
Δεύτερη δαγκωνιά. Χτυπάει το κινητό του. Το βγάζει από την τσέπη με το ελεύθερο
χέρι. Μιλάει βιαστικά. Θυμώνει. Κλείνει το τηλέφωνο. Πετάει την τυρόπιτα στο
καλάθι.
Αυτός, ο μικρούλης –ας τον πούμε Πέτρο
(… Εσύ είσαι Πέτρος
και πάνω σε αυτήν την Πέτρα θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου και οι πύλες της κολάσεως
δεν θα την κατανικήσουν. Και σε σένα θα δώσω τα κλειδιά της Βασιλείας των
Ουρανών και ό,τι δέσεις ή λύσεις στη γη, θα είναι δεμένο ή λυμένο στους
ουρανούς (Ματθ. 16:18)…)
Πέτρος, λοιπόν. Ο δυνατός. Ο βράχος. Αφήνει για μια στιγμή
το χέρι της αδερφούλας του, της κάνει νόημα να μην κουνηθεί, σκύβει στο καλάθι
και παίρνει την τυρόπιτα στο χέρι του. Κόβει το δαγκωμένο κομμάτι. Το πετάει.
Κόβει την υπόλοιπη στα δυο και τη μοιράζεται με την αδερφή του.
Τη λένε… Ας μην της δώσουμε όνομα. Ντρέπεται. Αν τη ρωτήσεις
«πώς σε λένε;». ποτέ δεν απαντάει. Κρύβεται πίσω από κάποιον και κοκκινίζει.
«Μην το πεις στη μαμά, ούτε στο μπαμπά», της λέει καθώς
αποτελειώνει καθένας το κομμάτι του.
Της σκουπίζει το στόμα. Να μη μείνουν τα ίχνη. Τρίβει το
μάγουλό της που γυαλίζει από το βούτυρο της τυρόπιτας. Τινάζει τα ρούχα της από
τα ψίχουλα. Σκουπίζεται κι αυτός.
Η πλατεία έχει φανεί. Πλησιάζουν στο παγκάκι. Πέφτει στην
αγκαλιά της μαμάς. Μυρίζει ζέστη, ιδρώτας και εγκατάλειψη. Αλλά μαζί κι ένα
ανεπαίσθητο άρωμα από τα λουλούδια της νεραντζιάς.
Απλώνουν τα τετράδιά τους. Διαβάζουν προσηλωμένα. Η ώρα
περνάει. Σουρουπώνει.
Έρχεται ο μπαμπάς κρατώντας μια σακούλα στο χέρι. Είναι
γεμάτη ψωμιά. Την κρεμάει στο παγκάκι.
«Τίποτα και σήμερα», λέει και κάθεται ξεφυσώντας. Παίρνει
μια φρατζόλα από τη σακούλα και μοιράζει από ένα κομμάτι σε όλους.
«Αύριο θα πάω στην εκκλησία», λέει η μαμά.
Κι ο μπαμπάς για πρώτη φορά δεν διαμαρτύρεται. Δε λέει
τίποτα.
Στα βραδινά δελτία της τηλεόρασης όλα θα πάνε καλά για τη
χώρα. Και σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου