Διακοπές!

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2009

Καρυωτάκης


Τα ποιήματα του μας σημάδεψαν. Πολλά μέχρι σήμερα μπορώ να τα απαγγείλω απ' έξω. Λόγω δουλειάς, σε κάποια ντοκιμαντέρ, ακολούθησα τα χνάρια του...
Το 1988, στην Τρίπολη, περιπλανήθηκα στο σπίτι που γεννήθηκε, όταν αυτό ερειπωνόταν. Μετά από λίγα χρόνια ως συνεργάτης της εκπομπής "Αυτά και Άλλα" της Φωτεινής Πιπιλή στον ΑΝΤ1 και με τη συνεργασία της Γεωργίας Δάλκου (που έχει γράψει ένα εξαιρετικό βιβλίο για τη συνδικαλιστική του δράση*)παρουσίασα ένα ρεπορτάζ γι' αυτό το σπίτι που είχε εγκαταλειφθεί και ετοιμαζόταν για κατεδάφιση.
Το ρεπορτάζ αποδείχθηκε σωτήριο και σήμερα το σπίτι -ανακαινισμένο πιά- στεγάζει την Περιφέρεια Πελοποννήσου.

Το 2001 ακολούθησα τα ίχνη του στην Πρέβεζα. Στο τελευταίο σπίτι της ζωής του...
Σήμερα με την πρεμιέρα του "Καρυωτάκη" στη ΝΕΤ (σκηνοθεσία- σενάριο Τάσος Ψαρράς) βρήκα την αφορμή να μοιραστώ μαζί σας μερικά από τα πιο αγαπημένα μου ποιήματα...

*Γεωργία Δάλκου, «Κωνσταντίνος Γεωργίου Καρυωτάκης - Δημόσιος υπάλληλος εξ Αθηνών, μετατεθείς εις Πρέβεζαν εσχάτως...» (εκδ. «Καστανιώτη»)

Ο κήπος είμαι...
Ο κήπος είμαι που άλλοτε με τ' άνθη του ευωδούσε
κι εγέμιζε με χαρωπό τιτύβισμα πουλιών,
που με κρυφομιλήματα και ψίθυρο φιλιών,
τη νύχτα, στη σκιάδα του, η αγάπη επερπατούσε

Ο κήπος είμαι που έμεινε χρόνια πολλά στην ίδια
θέση, μάταια προσμέοντας κάποιαν επιστροφή,
που αντί λουλούδια τώρα πια στ' αγκάθια έχει ταφεί,
που σώπασαν τ' αηδόνια του και πνίγεται στα φίδια.

(Αυτό το ποίημα χρησιμοποίησα ως πρόλογο στο ρεπορτάζ για το σπίτι όπου γεννήθηκε)



Ιδανικοί αυτόχειρες
Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.

Ηταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ίδρως, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημιά των τόπων.

Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.

Oλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.

Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ' αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος..


Αισιοδοξία
Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου.
Ας υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση
μ' αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινού
θριάμβου, με πουλιά, με το φως τ' ουρανού,
και με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσει.

Ας υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρα,
σε χώρες άγνωστες, της δύσης, του βορρά,
ενώ πετούμε το παλτό μας στον αέρα,
οι ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά.
Για να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφερά,
έδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα.

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύρος
άξαφνα εφάρδυνε, μα εστένεψαν, κολλούν,
τα παντελόνια μας και, με του πτερνιστήρος
το πρόσταγμα, χιλιάδες άλογα κινούν.
Πηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --
ήρωες σταυροφόροι, σωτήρες του Σωτήρος.

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους, στα όρια της σιγής,
κι ας τραγουδήσουμε, -- το τραγούδι να μοιάσει
νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής --
τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης,
και, ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάσει.

Δημόσιοι Υπάλληλοι
Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν
σαν στήλες δύο δύο μές στα γραφεία.
(Ηλεκτρολόγοι θα 'ναι η Πολιτεία
κι ο Θάνατος, που τους ανανεώνουν.)

Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.
«Συν τη παρούση αλληλογραφία
έχομεν την τιμήν» διαβεβαιώνουν.

Και μονάχα η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουμε τους δρόμους,
το βράδυ στο οχτώ, σαν κορντισμένοι

Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα, του ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι.

Πρέβεζα
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.

Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίσει μια «ελλιπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«Υπάρχω;» λες, κ' ύστερα «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.

Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.

2 σχόλια:

ΦΑΙΔΩΝ ΘΕΟΦΙΛΟΥ είπε...

Στον Καρυωτάκη ακουμπήσαμε τις πνευματικές μας ανησυχίες και την εφηβική μας μελαγγολία που είχε σχέση με το πως θα τα καταφέρναμε να "πετάξουμε" στον κόσμο που ανοιγόταν μπροστά μας... Ήταν ένας από μας που μας καταλάβαινε, που αισθανόταν αηδία για τον κοινωνικό του περίγυρο που δεν είχε προσαρμοσθεί στην ευθυγράμμιση της κοινωνικής παρακμής, που εμφανιζόταν ως λογική και μάλιστα ως η μόνη λογική. Μέχρι σήμερα ακουμπώ την ψυχή μου στον Καρυωτάκη , κι ας μη μου φαίνεται. Είναι που τον κρύβω καλά μέσα μου, γι αυτό κι όταν τον θυμάμαι ή διαβάζω ποιήματά του, δεν ελέγχω την συγκίνησή μου...

kostasst είπε...

Παρέλειψα να πω -και με αφορμή τα λόγια σου τα οποία με καλύπτουν απολύτως- για την εξαιρετική δουλειά που έκανε πάνω στα ποιήματα του Καρυωτάκη ο Δήμος Μούτσης... Ένας συνθέτης που δυστυχώς έχει σωπάσει τα τελευταία χρόνια. Από τη μια η στάση του είναι αξιέπαινη και από την άλλη μου προκαλέι θλίψη...