...κι επειδή το χιόνι ήρθε, τώρα εγώ σκέφτομαι καλοκαίρια...
Ο καιρός βαρύς. Μεσοκαλόκαιρο. Τη νύχτα όλα ακινητούσαν σε μια σιωπή πυκνή. Καμιά ρυτίδα δεν έσπαζε την επιφάνεια της θάλασσας. Η άκρη της χανόταν στη βαθιά ομίχλη που από το απόγευμα πλησίαζε απειλητικά το νησί. Εγώ στην παραλία με ένα μισοχαλασμένο ακορντεόν, σχεδόν νεκρό στα χέρια μου, πιο πολύ ένα εργαλείο αναπόλησης, που γεννούσε που και που έναν φάλτσο ήχο. Κανένας γύρω. Το κάστρο απέναντι φωτισμένο, αιωρούνταν στο κενό. Απίθωσα το ακορντεόν στην άμμο, έβγαλα το σορτς που φορούσα και βούτηξα στην χλιαρή θάλασσα. Χανόμουν μέσα στην ομίχλη που πύκνωνε.
Μονάχα κάπου αχνά στο βάθος φαίνονταν τα φώτα του κάστρου. Κενό της όρασης και της ακοής. Κολυμπούσα, χαιρόμουνα μελαγχολικά το χάδι του νερού στο σώμα, λάμνοντας όσο πιο απαλά μπορούσα… Σαν κάτι ν' ακούστηκε κάπου κοντά μου. Έμεινα ακίνητος με το πρόσωπο μισοβυθισμένο στο νερό κι αφουγκραζόμουν. Ο ήχος κάποιου που κολυμπά ήρεμα. Διαισθάνθηκα την ηδονή στον ήχο. Ένα ασημένιο κουδουνάκι ηχούσε στ' αυτιά μου. Και κάποιος άλλος αφηνόταν στη Θαλασσολαγνεία. Κολύμπησα περίεργος προς αυτή την αόρατη παρουσία, μα όσο πλησίαζα, τόσο απομακρυνόταν. Σταμάτησα και γύρισα ανάσκελα. Κοιτούσα τον θολό ουρανό. Ένοιωσα κλεισμένος σ' έναν γυάλινο κώδωνα, θολωμένον από τους υδρατμούς. Ανακουφισμένος, ήρεμος, ασφαλής για πρώτη φορά μετά από καιρό. Αρμύρα και μυρωδιά από αγριόχορτα στα ρουθούνια μου. Η ανάσα του εφήμερου.
Κολύμπησα προς την ακτή και άρπαξα με λαχτάρα το ακορντεόν. Τα δάχτυλά μου ξανάβρισκαν τη μουσική μνήμη τους. Μικρά, κοφτά βαλσάκια. Περνούσαν μπροστά από τα μάτια μου εικόνες γρήγορες από τη ζωή μου, όπως ακριβώς λένε ότι συμβαίνει σε κάποιον που πεθαίνει. Κι ήταν έτσι: ένας γλυκός θάνατος, μια θυσία στην ομορφιά, που ίσως δεν ήμουν αρκετός, δεν έφτανα για να την απολαύσω. Θα 'θελα να είχα την πλατύτητα της θάλασσας. Να ήμουν όλος αυτά τα δάχτυλα που τώρα πετούσαν πάνω στα πλήκτρα, σκορπώντας τη μελαγχολία του ταγκό στην ατμόσφαιρα.
Δυο υγρά χείλη με φίλησαν στο σβέρκο, δυο υγρά χέρια πέρασαν σαν άνεμος πάνω από τα δικά μου, δυο υγρά στήθη βάρυναν γλυκά στην πλάτη μου. Ένα κεφάλι έγειρε στον ώμο μου και στο στήθος μου χύθηκαν μαλλιά που λαμπύριζαν. Ψίθυρος μουσικός στ' αυτιά μου, κι εγώ αιχμάλωτος του ακορντεόν -πιο πολύ από ποτέ- συνέχισα να παίζω, χαμένος σ' ένα άρωμα χαμομηλιού και αγιοκλήματος. Με είχε αγγίξει το μαγικό ραβδί κάποιας νεράιδας. Δεν ήθελα να γυρίσω και να κοιτάξω. Ήμουνα όμως σίγουρος πως αυτή που με αγκάλιαζε με τόση γλυκύτητα, δεν ήταν άλλη από εκείνη την αόρατη παρουσία του νερού και της ομίχλης.
Έχανα την αίσθηση του χρόνου. Εκείνη έμοιαζε αν κοιμάται, να ψιθυρίζει στον ύπνο της. Άφησα το ακορντεόν κι έμεινα σιωπηλός. Τα δάχτυλα μας μπλέχτηκαν. Ήθελα αν της δώσω ένα όνομα αλλά φοβόμουνα. Τα μάτια μου βάραιναν. Ήταν η επιθυμία να κοιμηθώ στην αγκαλιά της, και πραγματικά με πήρε ο ύπνος, δεν ξέρω για πόσο. Αυτή ήταν πάντα εκεί.
Σηκώθηκε και με τράβηξε να σηκωθώ κι εγώ. Δεν είδα ωστόσο το πρόσωπο της. Βουτήξαμε πιασμένοι χέρι- χέρι στη θάλασσα. Κολυμπούσε μπροστά μου. Μια την έβλεπα και μια την έχανα μέσα στην ομίχλη.
…Και μετά κυριάρχησε μια απόλυτη, ανησυχητική σιωπή. Τα φώτα στο βάθος, τα φώτα του κάστρου έσβησαν. Ήμουνα μονάχος. Το άρωμα της νύχτας, το άρωμα της, είχε κατακαθίσει στα μαλλιά μου. Αφέθηκα αν βυθίζομαι αργά- αργά στη θάλασσα, μαντεύοντας τα τοπία του βυθού. Χανόμουνα ανάμεσα στους πυκνούς θυσάνους των φυκιών. Άνοιξα το στόμα μου…
1 σχόλιο:
Το κείμενο λειτουργεί σαν ερωτική αφή στον αναγνώστη.Υπέροχα ατμοσφαιρικό!
Δημοσίευση σχολίου