Σα συνέχεια του "Τι θέλουν και τι δεν θέλουν τα παιδιά από τους γονείς τους", δίνω το λόγο σε έναν πατέρα.
Ο Γιάννης Ρίτσος, το 1955 που γεννιέται η κόρη του Έρη, σε ένα ξεχείλισμα στοργής γράφει το μοναδικό Πρωινό Άστρο και της το αφιερώνει. Εδώ μερικά αποσπάσματα:
Κοριτσάκι μου,
μες το βουβό πηγάδι του φεγγαριού
σου ΄πεσε απόψε το πρώτο δαχτυλίδι σου
Δεν πειράζει.
Αργότερα θα φτιάξεις άλλο
να παντρευτείς τον κόσμο μες στον ήλιο.
Τα δέντρα ανθίζουν,
δεν ξέρουν γιατί,
ανθίζουν.
Τα λουλούδια δε νοιάζονται
να γίνουν καρποί,
γίνονται καρποί.
Κι εγώ τραγουδάω,
δεν ξέρω γιατί,
τραγουδάω.
Έχω ένα κοριτσάκι
έχω ένα κοριτσάκι.
Είμαι ένα δέντρο μες στη μέση τ' ουρανού.
..........................................
Κράτησέ με, κοριτσάκι,
με παίρνει ο αέρας
πάνω απ' τα βουνά
ψηλά, ψηλά,
γαλανά φτερά,
φτερά, φτερά,
μια θάλασσα φτερά
η χαρά.
Κράτησέ με.
......................................
Μονάχα το χαμόγελό σου
ένας ρόδινος κρίκος να πιαστώ.
Κράτησέ με.
Μια κίνηση
του τρυφερού χεριού σου
έσβησε μεμιάς όλο το μαύρο.
Έτσι παιδί που μ' έκανες, παιδί μου,
πώς θα τα βγάλω πέρα από τους ίσκιους
που στέκουν και παραμονεύουν
πίσω από τ' ανθισμένο σου χαμόγελο;
Γιατί δεν είναι, κοριτσάκι,
να μάθεις μόνο
εκείνο που είσαι
εκείνο που έχεις γίνει,
είναι να γίνεις
ό,τι σου λέει
κι ο ρόδινος καρπός που πέφτει
κι η μακρινή σελήνη
στον κοντινό καθρέφτη.
Άλλη χαρά
δεν είναι πιο μεγάλη
απ' τη χαρά που δίνεις.
Στη φωτογραφία ο Γιάννης Ρίτσος, η Φαλίτσα και η Έρη
Ξύπνησες κοριτσάκι;
Ξύπνησες, κοριτσάκι;
Ξύπνησε ο ήλιος.
Mπήκαν μπροστά τα μοτεράκια
των χρυσών σπόρων.
Aκούς;
Tέσσερις μαργαρίτες
τροχοί σ’ ένα αμαξάκι ―
σου κουβαλάν πολλά
καλούδια και καλά.
Tέσσερα χελιδόνια-τσαγκαρόπουλα
πάνω-κάτω, πάνω-κάτω
πηγαινέλα
τραβάνε τις μακριές κλωστές
τις αργυρές
μιας καλοκαιριάτικης βροχούλας
και σου ράβουν ― γεια-χαρά σου ―
τα γαλάζια πέδιλά σου
Mέλισσες τρυγάν, τρυγάν
τα ξανθόχρυσα λουλούδια
τα ξανθόχρυσα τραγούδια
και σου φτιάχνουν και σου φτιάχνουν
(άνοιξε το χέρι σου)
σου ’φτιαξαν το μέλι σου.
Mια μουγγή, κοντόχοντρη
― δες ― μια αστεία χελώνα
κόβει ένα κομμάτι φως στρωτό
γαλανό και γελαστό
απ’ το ρυάκι
στο κρεμάει στην κούνια σου
καθρεφτάκι
για να κοιταχτείς
και να χτενιστείς.
Ένα αγαθό
στρογγυλοπρόσωπο ψωμί
μέσα στη χρυσή
του καλοκαιριού κουζίνα
βράζει, βράζει (ακούς πώς βράζει
σαν να παίζουν μαντολίνα),
τ’ αγαθό ψωμί
(πώς γελούν τα μάτια τα μεγάλα σου)
σου ’βρασε το γάλα σου.
Tα κυκλάμινα στυλώνουνε τ’ αυτάκια τους
σαν τριανταφυλλένια γαϊδουράκια
για ν’ ακούσουν τι θα πεις
μέσα στο χωνάκι της σιωπής.
Kι ως ανασηκώνεις το χεράκι
φτιάχνεις ένα γεφυράκι
κι από κάτω του περνάνε,
σεργιανάνε
κύκνοι-κρίνοι
κρίνοι-κύκνοι.
-------------------------------
Σ' ένα μαξιλάρι -φεγγαράκι
το παιδί μου αποκοιμήθηκε.
Όλη η πλάση στις μύτες των ποδιών
Κοιτάζει από το παράθυρό μας
κοιτάζει το παιδί μου που κοιμήθηκε.
Όλα τ' αστέρια
μία μυγδαλιά ανθισμένη αστέρια
μπρος στο παράθυρό μας
κοιτάζει το παιδί μου που κοιμήθηκε.
Ό θεός των σπουργιτιών και των παιδιών
πίσω από μια κουρτίνα λουλουδένια
κοιτάει το παιδί μου που κοιμήθηκε.
Σιγά, μανούλα,
σιγά.
Θα το ξυπνήσεις
Τι θόρυβο που κάνει
η πορτούλα της καρδιάς σου
καθώς ανοιγοκλείνει
στον κήπο της χαράς.
2 σχόλια:
Ομορφιά ατελείωτη. Τα διαβάζω μερικά βράδια στα παιδιά. Άλλοτε οι ερωτήσεις πέφτουν βροχή και ξενυχτάμε με απαντήσεις που απλά δεν είναι ποτέ αρκετές. Άλλοτε πάλι μαγεύονται, ακούν και κοιμούνται και λύνουν τις απορίες στα όνειρά τους. Προτιμώ το 2ο, αλλά το 1ο συμβαίνει συχνότερα...
Σήμερα άκουγα για 4 ώρες στη δουλειά τις Μαρτυρίες, να τις διαβάζει ο ίδιος, και δεν χόρτασα ακόμη.
Εγώ διάβασα το απόσπασμα χθες για πρώτη φορά στη κόρη μου, αλλά με κοίταζε απορημένη, χαμογελώντας που και που...
Δημοσίευση σχολίου