Διακόπτω για λίγο την αποχή μου από το διαδίκτυο για να σας ενημερώσω πως την Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου στις 11.30 το πρωί (ώρα Ελλάδας) μιλάω στη Φωνή της Ελλάδας και στην εκπομπή "Ταχυδρόμος" για το βιβλίο μου 20 σεφ, 11 μαμάδες κι εγώ -111 συνταγές και ιδέες διατροφής για παιδιά.
Θα κληρωθούν και κάποια αντίτυπα. Λεπτομέρειες εδώ
Η εκπομπή μεταδίδεται στα μεσαία: 9420 khz. Για να δείτε τις συχνότητες σε όλες τις χώρες, κοιτάξτε εδώ.
Μέσω διαδικτύου: LIVE RADIO URL:http://www.voiceofgreece.gr, http:www.ert.gr Τηλ. Studio 210 606 6439
Ένας πατέρας τριών παιδιών περιγράφει τις οικογενειακές εμπειρίες και όχι μόνον.
Διακοπές!
Τρίτη 31 Αυγούστου 2010
Παρασκευή 20 Αυγούστου 2010
Παράθυρα: Τροφή για σκέψη
...φίλες και φίλοι κλείνουμε για ένα δεκαπενθήμερο... Δεν μπορεί, εδώ στην Αχαρνών που κατεβαίνω μέχρι σήμερα, είναι όλα κλειστά... Να μην κατεβάσουμε κι εμείς τα ρολά μας; (21 Αυγούστου- 6 Σεπτεμβρίου)
Θα έχω πολλά να σας πω γυρνώντας... Προς το παρόν όμως δεν θα σας αφήσω έτσι...
Πρώτα απ' όλα θα μοιραστώ μαζί σας μια εκπληκτική φωτογραφία που συμπυκνώνει το νόημα όλου του καλοκαιριού: Ένα ανοικτό παράθυρο στο απέραντο γαλάζιο.
Η φωτογραφία -από την Αμοργό- είναι της Ματίνας Μπάμπα (απίστευτες φωτογραφίες από την Αμοργό και από τη Κεφαλλονιά στη σελίδα της στο facebook)
...να πω ότι έτσι με ανοικτά παράθυρα πρέπει να είναι η σκέψη και η ζωή μας... Είναι κρίμα να κλείνουμε τα πατζούρια και ν' αφήνουμε απ' έξω την ομορφιά...
Είναι κρίμα στη ζωή μας να βάζουμε παρωπίδες. Να σωπαίνουμε όταν πρέπει να μιλήσουμε. Να τυφλωνόμαστε, όταν πρέπει να δούμε...
Πείτε μια καλημέρα στο διπλανό σας... Ακούστε τι έχει να σας πει με ανοικτά αυτιά...
Και κυρίως μην αφήνετε την αγάπη να προσπεράσει, όποια μορφή κι αν παίρνει...
Και τέλος ένα ποιήμα για συνοδεία. Του Κώστα Ουράνη, που μου τον έμαθαν κι εμένα μόλις άνοιξα τα παράθυρα για να δω:
Πάψετε πια να εκπέμπετε το σήμα του
κινδύνου,
τους γόους της υστερικής σειρήνας σταματήστε
κι αφήστε το πηδάλιο στης τρικυμίας τα
χέρια:
το πιο φρικτό ναυάγιο θα ήταν να σωθούμε!
Τι πάλι να γυρίσουμε στη βαρετήν Ιθάκη,
στις μίζερες τις έγνοιες μας και τις φτηνές
χαρές μας
και στην πιστή τη σύντροφο, που σαν ιστόν
αράχνης
ύφαινε την αγάπη της γύρω από τη
ζωή μας;
Πάλι να ξέρουμε από πριν το αύριο
τι θα 'ναι
και να μη νοιώθουμε καμιά λαχτάρα
ν' ανατείλει,
πάλι σαν τους ανήλιαστους καρπούς, που
μαραζώνουν
και πέφτουν σάπιοι καταγής να μοιάζουν
τα όνειρά μας;
Η τόλμη αφού μας έλλειψε (και θα μας λείπει πάντα!),
να βγούμε, μόνοι, απ' τη στενή και τη στρωτή
μας κοίτη
κ' ελεύθεροι, σαν άνθρωποι στη χαραυγή
του κόσμου,
τους άγνωστους να πάρουμε και τους
μεγάλους δρόμους,
μ' ανάλαφρη περπατησιά σαν του πουλιού στο
χώμα
και την ψυχή μας ριγηλή σα φυλλωσιά στην
αύρα,
τουλάχιστο ας μη χάσουμε την ευκαιρία
τώρα
το παίγνιο να γίνουμε των άγριων των
κυμάτων
Κι όπου το φέρει! Ως πλόκαμοι μπορούν να
μας τραβήξουν τα κύματα της θάλασσας τα σκοτεινά τα βύθη,
μα και μπορούν, στη φόρα τους, να μας σηκώσουν τόσο
ψηλά - που με το μέτωπο ν' αγγίξουμε
τ' αστέρια!
Ν' αγγίξουμε τ' αστέρια. Τυπώστε το και διαβάστε το ξανά και ξανά, με το βλέμμα να σηκώνεται από το χαρτί και να πέφτει στο γαλάζιο του ουρανού ή της θάλασσας...
...άλλη μια φωτογραφία της Ματίνας Μπάμπα από την Κεφαλονιά αυτή τη φορά...
Θα έχω πολλά να σας πω γυρνώντας... Προς το παρόν όμως δεν θα σας αφήσω έτσι...
Πρώτα απ' όλα θα μοιραστώ μαζί σας μια εκπληκτική φωτογραφία που συμπυκνώνει το νόημα όλου του καλοκαιριού: Ένα ανοικτό παράθυρο στο απέραντο γαλάζιο.
Η φωτογραφία -από την Αμοργό- είναι της Ματίνας Μπάμπα (απίστευτες φωτογραφίες από την Αμοργό και από τη Κεφαλλονιά στη σελίδα της στο facebook)
...να πω ότι έτσι με ανοικτά παράθυρα πρέπει να είναι η σκέψη και η ζωή μας... Είναι κρίμα να κλείνουμε τα πατζούρια και ν' αφήνουμε απ' έξω την ομορφιά...
Είναι κρίμα στη ζωή μας να βάζουμε παρωπίδες. Να σωπαίνουμε όταν πρέπει να μιλήσουμε. Να τυφλωνόμαστε, όταν πρέπει να δούμε...
Πείτε μια καλημέρα στο διπλανό σας... Ακούστε τι έχει να σας πει με ανοικτά αυτιά...
Και κυρίως μην αφήνετε την αγάπη να προσπεράσει, όποια μορφή κι αν παίρνει...
Και τέλος ένα ποιήμα για συνοδεία. Του Κώστα Ουράνη, που μου τον έμαθαν κι εμένα μόλις άνοιξα τα παράθυρα για να δω:
Πάψετε πια να εκπέμπετε το σήμα του
κινδύνου,
τους γόους της υστερικής σειρήνας σταματήστε
κι αφήστε το πηδάλιο στης τρικυμίας τα
χέρια:
το πιο φρικτό ναυάγιο θα ήταν να σωθούμε!
Τι πάλι να γυρίσουμε στη βαρετήν Ιθάκη,
στις μίζερες τις έγνοιες μας και τις φτηνές
χαρές μας
και στην πιστή τη σύντροφο, που σαν ιστόν
αράχνης
ύφαινε την αγάπη της γύρω από τη
ζωή μας;
Πάλι να ξέρουμε από πριν το αύριο
τι θα 'ναι
και να μη νοιώθουμε καμιά λαχτάρα
ν' ανατείλει,
πάλι σαν τους ανήλιαστους καρπούς, που
μαραζώνουν
και πέφτουν σάπιοι καταγής να μοιάζουν
τα όνειρά μας;
Η τόλμη αφού μας έλλειψε (και θα μας λείπει πάντα!),
να βγούμε, μόνοι, απ' τη στενή και τη στρωτή
μας κοίτη
κ' ελεύθεροι, σαν άνθρωποι στη χαραυγή
του κόσμου,
τους άγνωστους να πάρουμε και τους
μεγάλους δρόμους,
μ' ανάλαφρη περπατησιά σαν του πουλιού στο
χώμα
και την ψυχή μας ριγηλή σα φυλλωσιά στην
αύρα,
τουλάχιστο ας μη χάσουμε την ευκαιρία
τώρα
το παίγνιο να γίνουμε των άγριων των
κυμάτων
Κι όπου το φέρει! Ως πλόκαμοι μπορούν να
μας τραβήξουν τα κύματα της θάλασσας τα σκοτεινά τα βύθη,
μα και μπορούν, στη φόρα τους, να μας σηκώσουν τόσο
ψηλά - που με το μέτωπο ν' αγγίξουμε
τ' αστέρια!
Ν' αγγίξουμε τ' αστέρια. Τυπώστε το και διαβάστε το ξανά και ξανά, με το βλέμμα να σηκώνεται από το χαρτί και να πέφτει στο γαλάζιο του ουρανού ή της θάλασσας...
...άλλη μια φωτογραφία της Ματίνας Μπάμπα από την Κεφαλονιά αυτή τη φορά...
Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010
Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και η Βικτόρια Χίσλοπ
Σαν χθες, 19 Αυγούστου του 1936 οι φασίστες του Φράνκο δολοφονούσαν την ψυχή της Ισπανίας... Τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα...
Αφορμή να θυμηθώ ένα απόσπασμα από συνέντευξη που μου είχε απραχωρήσει η Βικτόρια Χίσλοπ για τον Γυρισμό:
"Και στο “Γυρισμό”; Εκεί το θέμα σας είναι ο ισπανικός εμφύλιος, για τον οποίο, όπως έχω διαβάσει σε συνεντεύξεις σας ελάχιστα γνωρίζατε, κι ωστόσο αφηγείστε τα γεγονότα με μεγάλη δύναμη...
Ήμουν κι εγώ μια από τα εκατομμύρια Βρετανών τουριστών που στη δεκαετία του '70, γεμίζαμε τις παραλίες της Ισπανίας χωρίς να έχουμε ιδέα για το δράμα που ζούσε αυτός ο λαός κάτω από το καθεστώς του Φράνκο. Ακόμη και τότε εξακολουθούσαν οι εκτελέσεις... Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να αντιμετωπίσω τα πράγματα διαφορετικά. Ήταν το 2005, όταν επισκέφθηκα το σπίτι του Λόρκα στη Γρανάδα. Είδα όπως και η Σόνια – η κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος- τις φωτογραφίες του και έμθα για τη δολοφονία του από τους φασίστες.
Έτσι σκέφτηκα μια ερωτική ιστορία που θα διαδραματιζόταν σε αυτά τα δύσκολα χρόνια, αλλά και την ιστορία μιας οικογένειας που θα πλήρωνε βαρύτατο τίμημα..."
Αυτή ήταν μόνο η αρχή μιας κουβέντας με τη δημιουργό του Νησιού για τον Λόρκα. Της εξήγησα πως εμείς τον νιώθουμε σαν Έλληνα και την παρέπεμψα στα πολλά τραγούδια που έχουν γραφτεί πάνω σε στίχους του. Της πρότεινα τον Ματωμένο Γάμο και το Αχ Έρωτα. Της μίλησα για τον Καββαδία...
...Στην εποχή της λήθης η Βικτόρια Χίσλοπ ζωντάνεψε τις μνήμες τόσο για τον εγκλεισμό και τον αποκλεισμό με το Νησί, αλλά και για τα εγκλήματα του φασισμού που πολλοί τείνουν να ξεχάσουν... Όσοι θεωρούν τα βιβλία της "μυθιστορήματα παραλίας" ας το ξανασκεφτούν!
Σας αφήνω στη μαγεία του Χρήστου Λεοντή, σε έναν από τους καλύτερους ελληνικούς δίσκους, πάνω σε ποίηση Λόρκα. Όλα τα τραγούδια είναι μοναδικά...
Αχ Έρωτα!
Αβάσταχτο να σ' αγαπώ
Λούζεται η αγάπη μου...
Τετάρτη 18 Αυγούστου 2010
Έγκλημα κάτω από την Ακρόπολη
Άνθρωποι σαν τη Μαριάννα Τζιαντζή τιμούν το δημοσιογραφικό επάγγελμα... Δυστυχώς είναι όλο και πιο λίγοι... Η Μαριάννα είναι μια εξαιρετική λογοτέχνης και αγωνίστρια...
...Ήθελα αυτές τις μέρες να μοιράζομαι μαζί σας ποιήματα, παραμύθια και θάλασσες...
Το κείμενο της Μαριάννας από το Πριν με συγκλόνισε στο μικρόκοσμό μου... Τα δικά μας τα βλέπουμε με μεγεθυντικό φακό και των "άλλων" με το μικροσκόπιο...
...Την άκουσα κι εγώ την είδηση... Τη σκέφτηκα για λίγη ώρα... Την προσπέρασα. Γύρισα στα παιδιά μου και έπαιξα μαζί τους στη θάλασσα...
...Άκουσα για "αυτούς τους ξένους που μας έχουν κατακλύσει"... Σώπασα...
Και σήμερα μου έστειλαν το κείμενο της Μαριάννας από το Πριν και ένιωσα να μου ρίχνουν παγωμένο νερό στην πλάτη....
...Να ξυπνάω ακόμη μια φορά στην άθλια πόλη μας...
Διαβάστε το...
"Θα μπορούσε να ήταν αστυνομικό μυθιστόρημα, αν ο τόπος του εγκλήματος δεν ήταν μια αθηναϊκή πλατεία, απ’ αυτές όπου πωλούνται «πάσης φύσεως ανθρώπινα υλικά», αν το θύμα δεν ήταν ένα αφγανάκι, μόλις τριάμισι χρόνων, αν οι γονείς του δεν ήταν ξεσπιτωμένοι αφγανοί πρόσφυγες.
Τα βάσανα της προσφυγιάς δεν πουλάνε στην πιάτσα της ενημέρωσης. Μόνο όταν μια φουρνιά πνιγμένων στον Έβρο ή στο Αιγαίο ξεπερνά τους δέκα, εμφανίζεται μια σύντομη αναφορά στις εφημερίδες και, πολύ σπάνια, στην τηλεόραση.
Mια είδηση κολοβή, που μοιάζει σχεδόν με μη είδηση, αφού δεν αναφέρονται το όνομα της πλατείας, το όνομα των γονιών, η ημερομηνία που διαπράχτηκε το έγκλημα- όμως μια είδηση πιο ανατριχιαστικά αληθινή από αυτές για τις οποίες υπάρχουν πλήρη στοιχεία. Τέλη Ιουλίου, εκκενώνεται ένα κτίριο όπου έμεναν πάμπτωχοι Αφγανοί και η οικογένεια καταφεύγει σε μια πλατεία. Μια νύχτα οι γονείς ξυπνούν από τις φωνές και τα κλάμματα του αγοριού. Το παιδί είναι αιμόφυρτο, τα ρούχα του σχισμένα. Δεν μπορεί να περιγράψει τι του έχει συμβεί, θυμάται μόνο ότι ένας κύριος τον πήγε σε ένα θάμνο. Σύμφωνα με την περιγραφή του μεγαλύτερου αδελφού του, ο κύριος φορούσε σταυρό, ήταν εύσωμος και μιλούσε ελληνικά.
Δεν ξέρω αν έχει ποτέ τιμωρηθεί κάποιος από τους συμπατριώτες μας που αγοράζουν νεαρή αφρικανική, βαλκανική ή ασιατική σάρκα, κοριτσίστικη ή αγορίστικη. Ο κύριος με το σταυρό θέλησε να απολαύσει παιδάκι του γάλακτος και χωρίς να πληρώσει, δηλαδή παραβίασε τον άγραφο νόμο της αγοράς και, επιπλέον, η επιδρομή του άφησε ανεξίτηλα ίχνη στο σώμα του παιδιού.
Αν ο βιασμός και η κακοποίηση δεν συνέβαιναν σε μια βρώμικη πλατεία της Αθήνας, αν το παιδάκι δεν ήταν αφγανάκι αλλά ελληνόπουλο, θα είχαν ξεσηκωθεί και οι πέτρες. Μάλιστα, όσο πιο πλούσιο το παιδάκι, τόσο μεγαλύτερη θα ήταν και η αγανάκτηση της ελληνικής κοινωνίας.
Είδηση είναι το σκυλάκι του Κωστέτσου που μελαγχολεί, είδηση είναι το διαζύγιο της Μενεγάκη και του Λάτσιου, είδηση είναι τα ψάρια που τρώει το πρωθυπουργικό ζεύγος στην Πάρο, όχι όμως ένα αγοράκι, μισόγυμνο και ματωμένο, μια αυγουστιάτικη νύχτα κάτω από την Ακρόπολη."
Τρίτη 17 Αυγούστου 2010
Συρματοπλέγματα στις ακτές
...ετοιμάζονται να βγάλουν χρυσάφι από το ψωμί με πρόφαση τα όσα έγιναν στη Ρωσία... Η Κυβέρνηση ως νέα Αντουανέτα θα μας προτείνει το... παντεσπάνι... Θα συνεχίσει τον πόλεμο κατά των "συντεχνιών" με τους πολύτεκνους και τους τρίτεκνους βάζοντας χέρι και στα επιδόματα τους με γελοίες προφάσεις...
...Οι τοπικοί άρχοντες ετοιμάζονται να καταβροχθίσουν όσα θα τους έρθουν με τον Καλλικράτη...
Στο μεταξύ εδώ και χρόνια καταληστεύουν τους δημότες για ανύπαρκτες παροχές. Και κερδοσκοπούν ασύστολα...
Όπως ο Δήμος Μαρκόπουλου, που παρανόμως έχει βάλει χαράτσι για όποιον θέλει να κάνει το μπάνιο του στην πιο όμορφη παραλία του Πόρτο Ράφτη. Το "φιλέτο" Αυλάκι έχει περιφραχθεί και παρανόμως απαγορεύεται η είσοδος σε όπoιον δεν έχει να καταβάλει το αντίτιμο... Αν θέλαμε να πάμε οικογενειακώς (με τρία παιδιά) θα έπρεπε να πληρώσουμε 22,5 ευρώ μόνο για να πατήσουμε στην αμμουδιά...
Τι κι αν υπάρχουν νόμοι... Είναι για να καταπατούνται από τις διάφορες εξουσίες... Μα όλοι βασίζονται σε μας: Που σκύβουμε το κεφάλι και καταπίνουμε αδιαμαρτύρητα... Μετά γκρινιάζουμε... Γελοίο!
...Μου προκαλεί θλίψη να βλέπω γέροντες στα βράχια δίπλα στην πλαζ να σκαρφαλώνουν στα σκουριασμένα κάγκελα για να κάνουν μπάνιο στην όμορφη θάλασσα. Και μη ρωτήσετε γιατί δεν πάνε αλλού: Από που κι ως που θα χωρίζουμε και τη θάλασσα ανάλογα με το εισόδημα;
...Έγραψα και στο Δρόμο, όπου μπορείτε να δείτε και τι προβλέπει ο Νόμος... Αν πάντως βρεθείτε στο Αυλάκι κάντε κι εσείς κάτι: Αρνηθείτε να πληρώσετε το εισιτήριο!
ΥΓ Αλήθεια, τα απαίσια τσιμεντένια κτίρια επί της παραλίας, είναι νόμιμα; Όλες αυτές οι απίστευτου κιτς πλαστικές καρέκλες που την κατακλύζουν είναι νόμιμες;
Ποιός ευθύνεται για την περίπτωση σοβαρού τραυματισμού στα σκουριασμένα κάγκελα;
Ρητορικές ερωτήσεις...
Ήρθε ο καιρός οι Δημότες να δώσουν τις απαντήσεις τους στις εκλογές για την Αυτοδιοίκηση (περισσότερα γι' αυτά το Σεπτέμβριο)
Το Κίτρινο Παραμύθι
Ένα παραμύθι για το καλοκαίρι με ζωγραφιές της Στεφανίας Βελδεμίρη
-Της κίτρινης πριγκίπισσας, της άρεσαν οι πρίγκιπες που φορούσαν μπλουτζίν. Αγαπούσε τα φεγγάρια και απορούσε που όλοι βλέπανε μόνο ένα στον ουρανό. Εκείνη, τα βράδια συνήθιζε να πίνει ένα ποτήρι κατακόκκινο κρασί περπατώντας αργά, στους δρόμους της πολιτείας και να μετράει φεγγάρια, ενώ κάποιοι γύρω της μετρούσαν τα αστέρια. Κι απορούσε. Που δεν τα έβλεπαν. Τι κρίμα... Μια νύχτα, καθώς βάδιζε αργά και κοιτούσε ψηλά, άκουσε μια σιγανή φωνή να ρωτάει: "11 είναι τα φεγγάρια σήμερα κοπελιά ή μήπως δέκα;". "Δέκα", του αποκρίθηκε εκείνη "το ένα είναι ο ανεμοδείκτης του πύργου". Η πριγκίπισσα ένιωσε τα πόδια της να χάνουν τη επαφή με τη γη. Λίγο κρασί χύθηκε στο δρόμο. Πετούσε;
-Δε μου τα λες καλά γιαγιά, της είπε η πριγκίπισσα χωρίς όνομα.
-Γιατί παιδί μου;
-Αποκλείεται να έπινε κατακόκκινο κρασί η κίτρινη πριγκίπισσα. Εσύ δε μου έλεγες πως της άρεσε μόνο ότι είναι κίτρινο;
-Εντάξει, εντάξει… Θα το πω πάλι…
-…έπινε λοιπόν λεμονάδα
-Μα δεν είναι κίτρινη η λεμονάδα!
-Ναι, αλλά είναι κίτρινα τα λεμόνια.
-Καλά…
-…έπινε λοιπόν λεμονάδα, περπατώντας αργά στους δρόμους της πόλης, συνέχισε η γιαγιά και το παραμύθι κυλούσε ομαλά…
Τα ματάκια της πριγκίπισσας χωρίς όνομα άρχισαν να κλείνουν. Τώρα αυτή ήταν που πετούσε πάνω από ένα λιβάδι με κατακίτρινες μαργαρίτες… «Σιγά μην άρεσαν στη κίτρινη πριγκίπισσα και οι κατακόκκινες παπαρούνες», ήταν η τελευταία της σκέψη… «Τρελάθηκε η γιαγιά!»
Αν όμως η πριγκίπισσα χωρίς όνομα κοιμήθηκε, το παραμύθι ήταν αδύνατον να σταματήσει. Κι ας σώπαινε η γιαγιά κοιτάζοντας κάποιο μακρινό σημάδι στον ουρανό κι αργοκουνώντας το κεφάλι…
Η κίτρινη πριγκίπισσα συνέχισε λοιπόν να πετάει. Κι αυτή βεβαίως είχε όνομα. Την έλεγαν Χρυσάνθη. Κι αυτό το όνομα σιγοψιθύριζε πίσω της η φωνή καθώς η ίδια υψωνόταν πάνω από τον Κίτρινο Ποταμό και έβλεπε τις αγαπημένες της όχθες να απομακρύνονται.
Η φωνή συνέχιζε μονότονα «Χρυσάνθη», «Χρυσάνθη», «Χρυσάνθη»… Κι ήταν από πάνω ζαλισμένη: Τι το ήθελε το κρασί, αυτή που έπινε μόνο λεμονάδα;
Μη βιαστείτε να δώσετε δίκιο στη γιαγιά: Τίποτε κόκκινο δεν θα έπινε η Κίτρινη πριγκίπισσα.
Καθώς αυτή πετάει ας γυρίσουμε λίγο το χρόνο πίσω, εκείνη τη μέρα που περπατούσε στην αγορά. Είχε γεμίσει το καλάθι της με λεμόνια, μπανάνες, κίτρινα μήλα, καλαμπόκια, όταν ένα καινούργιο άρωμα έφτασε στα ρουθούνια της… «Αυτό είναι κάτι κίτρινο», είπε στη γυναίκα που τη συνόδευε.
Πραγματικά πλησίασε τον πάγκο του Κινέζου. Ο Κινέζος, ήταν ο αγαπημένος της. Πάντα κάτι καινούργιο και λαχταριστό είχε ανάμεσα στα εμπορεύματά του…
Αυτή η μυρωδιά έβγαινε από ένα μόλις ανοιγμένο μπουκάλι.
-Τι είναι αυτό; Τον ρώτησε
-Huangjiu, πριγκίπισσα. Το κίτρινο κρασί. Το φτιάχνουν στην πατρίδα μου από ρύζι, κεχρί και σιτάρι . Το πίνουμε ζεστό ή κρύο, βάζουμε και στο φαγητό. Εμένα μου θυμίζει τα λιβάδια της πατρίδας μου το καλοκαίρι…
Δεν ήθελε και πολλά για να αγοράσει μερικά μπουκάλια για το παλάτι η Κίτρινη πριγκίπισσα.
Δοκίμαζε λίγο- λίγο τα βράδια μετρώντας τα φεγγάρια. Άρχισε να νιώθει παράξενα μετά από λίγες μέρες. Κάτι σαν πυρετό του ταξιδιού. Αλλά κανένα ταξίδι δεν προβλεπόταν πριν το τέλος της Άνοιξης…
…Και να που τώρα πετάει με άγνωστο προορισμό. Ευτυχώς το κίτρινο κρασί την κρατά ζεστή και θαρραλέα…
Όμως θέλει πολύ κουράγιο για να μείνεις ψύχραιμος όταν το φόρεμα σου γίνεται ξαφνικά από κατακίτρινο κατακόκκινο κι όταν βλέπεις έναν πράσινο δράκο να σε πλησιάζει και καταλαβαίνεις ότι αυτός ήταν που ψιθύριζε τόση ώρα το όνομα σου!
Ένας ουρανός γεμάτος …κρόκους!
-Αν νομίζεις όμως ότι τα παράξενα τέλειωσαν, δεν είδες ακόμα τίποτε, είπε ξαφνικά η γιαγιά λες και διάβαζε τις σκέψεις της πριγκίπισσας χωρίς όνομα. Λες και ρεμβάζοντας προς το νυχτερινό ουρανό κατάφερνε ακόμη να διηγείται την ιστορία της χωρίς να μιλά…
Τώρα όμως τα λόγια της ακούγονταν καθαρά:
-Ο Δράκος χάθηκε λες και είχε τελειώσει η αποστολή του. Μαζί του έφυγε και ο ψίθυρος. Η Χρυσάνθη- η Κίτρινη Πριγκίπισσα, κατέβαινε αργά -αργά προς τη γη. Κάτω της απλωνόταν μια απέραντη γαλάζια θάλασσα: ένας ωκεανός χωρίς αρχή και τέλος. Στη μέση του, σα λαμπερά σκουλαρικάκια σε αφαλό, δυο κιτρινοπράσινες πινελιές η μια κοντά στην άλλη. Δυο νησιά που σχεδόν αγγίζονταν. Το ρεύμα του αέρα την έσπρωχνε σίγουρα προς τα εκεί. Κάθε φόβος είχε εξαφανιστεί.
Μπόρεσε επιτέλους να χαλαρώσει και να κοιτάξει γύρω της. Τι τεράστια έκπληξη: Πρώτα είδε μια σειρά από χάρτινα καραβάκια να πλέουν στον ουρανό. Χάνονταν πίσω από μια τεράστια ομελέτα φτιαγμένη από κρόκους αυγών. Αυγά μάτια παντού τριγύρω της. Η μυρωδιά τους της έσπαγε τη μύτη. Αχ αυτή η χρυσαφένια γεύση! Δεν μπορούσε να ξεκινήσει τη μέρα της αν δε βουτούσε ένα κομμάτι ψωμί σε ένα κρόκο. Και κάθε απόγευμα έτρωγε, γυρνώντας από το σχολείο ένα αυγό χτυπητό με ζάχαρη… Μάλλον πεινούσε πολύ! Άπλωσε το χέρι της και έπιασε ένα αυγό μάτι.
«Αχ να είχα και λίγο ψωμάκι» σκέφτηκε και ευθύς ένα μικρό καλαμποκόψωμο εμφανίστηκε στο ελεύθερο χέρι της.
Άρχισε να τρώει με όλη της την άνεση λες και βρισκόταν στο κίτρινο σαλονάκι της.
Στη θάλασσα είδε κάτι κόκκινα καραβάκια σαν παιχνίδια. Αντί για καπνό έβγαζαν από τις καπνοδόχους τους μικρές καρδούλες.
Ξαφνικά, σα δελφίνι πετάχτηκε μια γοργόνα μέσα από το γαλάζιο της θάλασσας και άρπαξε μια καρδούλα που την πήρε μαζί της. Μυρωδιά φράουλας απλώθηκε. Για κάποιο λόγο ήταν σίγουρη πως οι κόκκινες καρδούλες των πλοίων θα είχαν μια φραουλένια γεύση. Ήταν το μόνο κόκκινο φαγητό που μπορούσε να ανεχτεί και που κρυφά απ’ όλους ομολογούσε πως της άρεσε.
Ούτε καρπούζι, ούτε κεράσια, ούτε ντομάτες, ούτε κόκκινα σταφύλια, ούτε πιπεριές, ούτε κόκκινα μήλα, ούτε ρόδια, ούτε παντζάρια μπορούσε να…
-Αχ σταμάτα γιαγιά! Κάνε ένα διάλειμμα, πάω στη κουζίνα. Θα με τρελάνεις! Γιατί μπορεί η Χρυσάνθη να μην ήθελε τίποτε κόκκινο, όμως η δικιά μας η Πριγκίπισσα χωρίς όνομα πάθαινε τρέλα με ότι είχε κόκκινο πάνω του!
Γέμισε λοιπόν ένα μπολ με τραγανιστά κεράσια και γύρισε πίσω στη γιαγιά της.
-Έλα, πες τώρα!
-Νυστάζω παιδάκι μου…
-Έλα λίγο ακόμα, τόσο δα, είπε και έδειξε το μικρό της δαχτυλάκι.
-Καλά, καλά, που είχαμε μείνει;
-Εκεί που είδε τη γοργόνα να παίρνει τη καρδούλα.
-Α! Ναι… Λοιπόν: Η γοργόνα βγήκε μια ακόμη φορά και πήρε άλλη μια καρδούλα. Τότε σα να ένιωσε ότι κάποιος τη κοιτά, γύρισε το βλέμμα της ψηλά, είδε τη Χρυσάνθη και στην αρχή κοκκίνισε. Μετά ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο της. «Καλώς ήρθες» της φώναξε χαρούμενα και χαιρετώντας την χάθηκε στα κύματα.
Η κίτρινη Πριγκίπισσα προσγειώθηκε τελικά, απαλά- απαλά στο μεγαλύτερο από τα δυο νησιά. Μια μεγάλη παραλία απλωνόταν μπροστά της. Η άμμος χρυσαφένια. Ένα ανεπαίσθητο κύμα την ακουμπούσε κάθε λίγο, σα να τις έδινε μικρά φιλιά. Στη μια άκρη της αμμουδιάς κυλούσε ένα ποταμάκι. Κατάφορτες μπανανιές πρασίνιζαν το χώρο γύρω του. «Μετά το αυγό μάτι, μια μπανάνα είναι ό,τι πρέπει» σκέφτηκε. Πήγε στις μπανανιές, έκοψε ένα τσαμπί και κάθισε στην άμμο. Δεν είχε φάει πιο νόστιμες και αρωματικές. Και ήταν σαν αφρός. Μπορούσες να φας όσες ήθελες… Και αυτό ακριβώς έκανε. Μετά πήγε ως το ποταμάκι, έσκυψε και ήπιε μπόλικο νερό. Ούτε κατάλαβε πως την πήρε ο ύπνος…
Το ίδιο έγινε και με την Πριγκίπισσα χωρίς όνομα. Η γιαγιά πήρε ένα σεντόνι το κούνησε φυσώντας το πάνω από τη κοιμισμένη μικρή. Καθώς φαίνεται το παραμύθι συνεχιζόταν πια στο όνειρό της. Η γιαγιά πήρε ένα κεράσι από το μπολ το έβαλε στο στόμα της και το έφαγε απολαμβάνοντας κάθε σταγόνα από το ζουμί του. Μετά έφυγε σιγά- σιγά από το δωμάτιο…
Η πριγκίπισσα ξυπνά…
Η Πριγκίπισσα χωρίς όνομα είδε στον ύπνο της τον Κινέζο. Χαμογελούσε και φορούσε ένα κόκκινο πουκάμισο…
…Όμως και η Χρυσάνθη η Κίτρινη Πριγκίπισσα είδε τον Κινέζο κάτω από τη λεμονιά και ένα άρωμα νοσταλγίας άρχισε να απλώνεται στον ύπνο της. Μύριζε λεμονανθό, καλαμπόκι, κίτρινο μήλο και τηγανητή μπανάνα… Και βέβαια Huangjiu –κίτρινο κρασί με μυρωδιά καλοκαιρινού χωραφιού το σούρουπο. Λίγο πριν το Θερισμό.
Ξύπνησε με τα ματάκια της λίγο πρησμένα. Η γιαγιά σα να την περίμενε της είχε ετοιμάσει μια παγωμένη βυσσινάδα.
-Γιαγιά είδα τον Κινέζο στο όνειρό μου…
-Α ναι; Είπε κάπως αφηρημένα η γιαγιά, λες και είναι συνηθισμένο να ονειρεύεσαι Κινέζους παραμυθιών μέσα στο μεσημέρι…
-Κι εκείνη είδε τον Κινέζο, μόνο που της μίλησε. Εσένα σου είπε τίποτα;
-Όχι, μόνο χαμογελούσε.
-Χμ! Μάλλον του αρέσει που σου λέω την ιστορία. Νιώθει πολύ περήφανος για το ρόλο του ξέρεις! Πρέπει να σου πω τη συνέχεια, καθώς φαίνεται.
Λοιπόν, ναι η Χρυσάνθη είδε τον Κινέζο στον ύπνο της και της είπε κάτι παράξενο:
«Ο Πρίγκιπας του Λεμονοδάσους έρχεται ανάμεσα σε κίτρινα δελφίνια. Σε αγαπά βαθιά, μα πρέπει να προσέξεις. Εύκολα μπορεί να ξεχάσει την αγάπη του και να μη θέλει να σε δει στα μάτια του. Εσύ θα τον αγαπήσεις μόλις τον δεις, αλλά αν θες η αγάπη να κρατήσει, δεν πρέπει να σε νανουρίσει!»
Η Κίτρινη Πριγκίπισσα άνοιξε τα μάτια της κάτω από έναν εκτυφλωτικό ήλιο. Το στόμα της είχε ξεραθεί. Ήπιε νερό από το ποταμάκι και μετά μπήκε μέσα με τα ρούχα. Έκανε σκανταλιά. Σε ποιόν; Δεν φαινόταν κανείς εκεί κοντά. Κι ο Κινέζος; Μόνο ένα όνειρο. Σαν τόσα και τόσα!
Η κούραση έφυγε από πάνω της… Όμως κατάλαβε ότι το άρωμα που της είχε ξυπνήσει τη νοσταλγία στον ύπνο της, υπήρχε στον αέρα. Περπάτησε στην ακροθαλασσιά προς την άλλη μεριά της παραλίας. Είχε αρχίσει να βαριέται μόνη της. Κι ένιωθε λίγο ανήσυχη καθώς ο ήλιος πήρε να γέρνει. Καλό το νησί, καλές και μπανάνες του, καλά και τα παραμυθένια ταξίδια πάνω σε δράκους, μα που είναι οι φίλες της, τ’ αδέρφια της, ο μπαμπάς, η μαμά της; Που είναι η παραμάνα, η γιαγιά, ο παππούς;
Όσο προχωρούσε το άρωμα λεμονανθού γινόταν αβάσταχτο. Ένα δάκρυ άρχισε να κυλά στο μάγουλο της… Έφτασε στην άκρη της παραλίας. Από εδώ λες και μπορούσε ν’ αγγίξει το απέναντι νησί. Στο σούρουπο έφεγγαν κατάλευκα τα άνθη από τις λεμονιές. Από το Λεμονοδάσος!
Σκοτείνιασε για τα καλά. Και τότε ο ουρανός γέμισε με κατακίτρινα μισοφέγγαρα και κόκκινα αστέρια. Μαγεμένη κοιτούσε τον απέραντο ουρανό ξεχνώντας κάθε λύπη. Ξεχνώντας τα πάντα. Σα να ήταν η ίδια αεράκι που απλώνεται γλυκά στη γη. Παραλίγο να μη τον άκουγε, αν δεν ήταν οι φωνές των δελφινιών, που έμοιαζαν με παιδικά γέλια στο κύμα. Ερχόταν με την κίτρινη βάρκα του παίζοντας με τα δελφίνια που πηδούσαν χαρούμενα εκεί που άπλωνε τα χέρια του. Φαινόταν να μη την έχει δει, καθώς της είχε γυρισμένη τη πλάτη.
Ένιωσε τρελή ανυπομονησία καθώς είδε της σημαία με τα ζωγραφιστά λεμόνια και θυμήθηκε τα λόγια του Κινέζου. Λες να ήταν ο Πρίγκιπας του Λεμονοδάσους, αυτός που ερχόταν μέσα στη φεγγαροπλουμιστή νύχτα, παίζοντας με τα δελφίνια; Μήπως θα της ράγιζε κάποτε τη καρδιά;
Πήρε μια βαθιά ανάσα για να δώσει κουράγιο στον εαυτό της. Και τότε εκείνος γύρισε και την κοίταξε…
Πρώτη συνάντηση
…Τα δελφίνια εξαφανίστηκαν. Κι εκείνος κοίταζε χωρίς να τη βλέπει, λες και ήταν αόρατη. Ένας παράξενος ήχος σαν δυνατό σύρσιμο την έκανε να γυρίσει το κεφάλι της προς τα πίσω. Μέσα από το πράσινο χορτάρι ξεφύτρωναν λεμονιές γεμάτες με τους κατακίτρινους καρπούς τους. Δεν σταματούσαν να μεγαλώνουν παρά μόνο σαν έφταναν στο ύψος ενός ανθρώπου.
Μέχρι να ξανακοιτάξει στη θάλασσα ο «Πρίγκιπας του Λεμονοδάσους» -όπως ήδη τον έλεγε μέσα στο μυαλό της- περνούσε με ταχύτητα από μπροστά της, μέσα στη κίτρινη βάρκα του. Στα χέρια του κρατούσε ένα βιβλίο, και έμοιαζε να κρατάει τον κόσμο όλο. Τόσο προσηλωμένος ήταν!
Ξαφνικά και εντελώς αναπάντεχα -αν αυτό δεν είναι πλεονασμός – («Γιαγιά τι είναι πλεονασμός;» / «Μια υπερβολή», είπε η γιαγιά, αλλά μη με διακόπτεις) έκλεισε το βιβλίο με θόρυβο και η ματιά του έπεσε πάνω της με έκπληξη. Καθώς φαινόταν μόλις τώρα την είχε δει, χαμένος πριν στις σκέψεις του.
Γύρισε τη βάρκα προς την ακτή. Μόλις πλησίασε πήδησε έξω και την τράβηξε στην άμμο…
-Σε περίμενα, της είπε απλά κι εκείνη ένιωσε την καρδιά της να ανεβοκατεβαίνει από τον ουρανό στο βυθό της θάλασσας και πάλι πίσω. Τα μάγουλα της βάφτηκαν κόκκινα και καίγονταν καθώς εκείνος την πλησίαζε και σαν γνήσιος Πρίγκιπας της έδωσε ένα χειροφίλημα…
-Νομίζω πως ήρθε η ώρα να με γνωρίσεις, της είπε. Εγώ σε ξέρω χρόνια τώρα. Μου μίλησε για πρώτη φορά για σένα ο Κινέζος, όταν ήρθε στη χώρα σου με τον πατέρα του για να πουλήσουν τα λεμόνια, τα καλαμπόκια, το σιτάρι, το κρασί και τους χαρταετούς τους. Ήσασταν κι οι δυο μικροί. Εσύ έκλαιγες γιατί δεν σε άφηναν να φορέσεις το κίτρινο φουστάνι που τόσο σου άρεσε. Όσο κι αν προσπαθούσε ο αδερφός σου, ο Πρίγκιπας Ακύλας, ότι κι αν έκανε ο καλύτερος σου φίλος ο μικρός Αίσονας, εσύ ήσουνα απαρηγόρητη.
Τότε ο μικρός Κινέζος παρακάλεσε τον πατέρα του να σου δείξουν τους χαρταετούς, τα μαγικά λουλούδια- παγωτά, το παγωτόδεντρο και το φεγγαρόδεντρο… Μου είπε πως άνοιξαν τα ματάκια σου, πως τα δάκρυα χάθηκαν και το χαμόγελο άνθισε και πάλι.
Πιαστήκατε όλοι χέρι- χέρι και αρχίσατε το χορό και το τραγούδι. Όπως τον άκουσα να μιλάει για σένα σε είχα ήδη αγαπήσει. Κι όταν μου έδειξε μια εικόνα σου φυλακισμένη σε ένα από τα μικρά φεγγαράκια του μαγικού δέντρου, αποφάσισα ότι όταν θα ερχόταν η κατάλληλη στιγμή, θα σου ζητούσα να γίνεις γυναίκα μου!
Μου το ορκίστηκε… Κι έτσι τώρα, χάρη στο κίτρινο κρασί και τον πιστό του Δράκο, βρίσκεσαι εδώ στο Βασίλειο των Δύο Νήσων. Το Πριγκιπάτο του Λεμονοδάσους και την Κομητεία της Μπανανιάς.
Της εξήγησε πως οι λεμονιές που φύτρωσαν ξαφνικά ήταν απαραίτητες για να μπορέσει να έρθει ο ίδιος στο νησί της Μπανανιάς όπου βρίσκονταν τώρα. Της εξήγησε πως του ήταν αδύνατον να ζήσει χωρίς να αναπνέει το άρωμα του φρέσκου λεμονιού ή του λεμονανθού.
-Είναι για μένα ότι το οξυγόνο για άλλους ανθρώπους. Δεν θα μπορούσα να ζήσω περισσότερο από λίγα λεπτά χωρίς τις λεμονιές μου… Γι’ αυτό δεν ήρθα εγώ ο ίδιος στο Βασίλειο σας να ζητήσω επίσημα το χέρι σου από τους γονείς σου.
Έπρεπε αν έρθεις εδώ, να γνωριστούμε και να αποφασίσεις ελεύθερα τι θέλεις να κάνεις. Ό,τι κι αν αποφασίσεις θα το σεβαστώ. Αν μου ζητήσεις να φύγεις αυτή τη στιγμή θα σε αφήσω, όσο κι αν μου ραγίζει την καρδιά… Πρέπει να ξέρεις πάντως πως αν γίνεις γυναίκα μου θα πρέπει να ζήσουμε για πάντα εδώ…
Η Πριγκίπισσα Χρυσάνθη είχε χάσει τα λόγια της. Εκείνος το κατάλαβε, σώπασε και την κάλεσε να καθίσουν λίγο ήσυχα στη αμμουδιά. Της έδωσε να πιει από ένα παγούρι παγωμένη φρέσκια λεμονάδα. Φυσούσε ένα απαλό αεράκι που τους ανακάτευε τα μαλλιά. Ανάσαινε κι εκείνη με απόλαυση…
Οι πρώτες μέρες
…Προχωρημένη νύχτα έφυγε ο Πρίγκιπας από το νησί. Της είπε πως αν και την αφήνει μόνη της δεν έχει τίποτε να φοβηθεί. Οι ακοίμητοι φρουροί της αδερφής του, της Κόμισσας της Μπανανιάς, την προσέχουν χωρίς να τους βλέπει. Η αδερφή του τώρα έλειπε σε μακρινό ταξίδι, αλλά είναι σίγουρος πως σαν γυρνούσε θα γίνονταν καλές φίλες.
Την πήγε σε ένα πανέμορφο καλύβι σκεπασμένο με φύλλα μπανανιάς. Της έδειξε την κίτρινη αιώρα όπου θα κοιμόταν.
Πάνω σε ένα τραπέζι ήταν απλωμένες οι πιο νόστιμες και κίτρινες λιχουδιές που μπορούσε να φανταστεί κανείς…
…Έτσι κυλούσαν ήρεμα οι μέρες…. Εκείνος διάβαζε τα βιβλία της θάλασσας. Τα βιβλία όταν άνοιγαν έφτιαχναν φουρτούνες. Όποιος όμως τα διάβαζε ήταν ήρεμος και ούτε που πρόσεχε τις φουρτούνες, ούτε που ποτέ τον ενοχλούσαν. Η κίτρινη πριγκίπισσα ξεκουραζόταν στο νέο Λεμονοδάσος που είχε γεννηθεί τη μέρα της άφιξης της στο νησί. Δυο καναρίνια της κρατούσαν ένα θαλασσοβιβλίο...
Η αρρώστια της νοσταλγίας
Στον ύπνο της η Χρυσάνθη είδε τη γιαγιά της. Φύσηξε τρεις φορές και τη σκέπασε με ένα κίτρινο σεντόνι. Είχε ξαναγίνει μικρή…
Άκουγε ακόμη στα αυτιά της τα λόγια από ένα βιβλίο:
«Τα βότσαλα… δείχνουν πως κάποια πράγματα μπορούν να είναι τέλεια σ’ αυτό τον κόσμο. Το καθένα απ’ αυτά έχει τη δική του ομορφιά, τη δική του χάρη. Έχουν τη δική τους γλώσσα. Κάτι θέλουν να μας πουν…
…Η ομορφιά που έχουν τα βότσαλα στηρίζεται στο γεγονός ότι δεν σε δεσμεύουν, δεν χρειάζεται να δεθείς μαζί τους…
…Στέκονται ατάραχα στις ακροθαλασσιές. Σ’ όλα τα μέρη της γης υπάρχουν απίστευτης ομορφιάς βότσαλα και κοχύλια που σε περιμένουν. Ελπίζουν πως μια μέρα θα τα βρεις. Ελπίζουν και περιμένουν…»*
Ξύπνησε… Τι ήθελε να της πει η γιαγιά; Είναι ο Πρίγκιπας της ένα βότσαλο; Ή μήπως κάποιος που θέλει να την κρατήσει κοντά του, να τη δέσει πάνω του; Περπάτησε μέχρι το καινούργιο μικρό λιμανάκι στη λίμνη της λεμονάδας. Όλα της φαίνονταν τώρα κάπως υπερβολικά. Πιο απλή τη φανταζόταν την αγάπη: Σαν βότσαλο! Σαν ένα αυτάκι της Αφροδίτης πιασμένο από ένα κομμάτι πετονιάς…
Στις όχθες της λίμνης κάθισε και έκλαψε. Τα αλμυρά της δάκρυα θόλωναν το γλυκόπιοτο νερό με τις μικρές φέτες λεμονιού που κολυμπούσαν στην επιφάνειά του. Την έπνιγε τώρα αυτό το άρωμα που την έκανε αν φαντάζεται ακόμη και το φεγγάρι σαν ένα μεγάλο λεμόνι κομμένο στη μέση…
Θυμήθηκε πιο ευτυχισμένες μέρες. Με πολλά όμορφα βιβλία που της χάριζε ο Πρίγκιπας με τα κίτρινα πουλιά που έπλεκαν πλεξούδες στα μαλλιά της, με τις λεμονιές να γεννάνε στα κλαδιά τους παραμύθια που της τα διάβαζε τις νύχτες δίπλα στη φωτιά ο Πρίγκιπας με τη μελωδική φωνή του, δίπλα στη φωτιά, κάτω από τον μαγεμένο ουρανό με τα πολλά φεγγάρια…
Ένα βράδυ απογειώθηκαν στ’ αλήθεια και βρέθηκαν να κάθονται πλάτη –πλάτη σε ένα χρυσοκίτρινο μισοφέγγαρο. Ήταν εκείνη τη νύχτα που της είπε για το παραμύθι της Πούλιας και του Αυγερινού.
«Ήταν λέει δυο παιδιά: Η Πούλια και ο Αυγερινός. Και ζούσαν σε δυο γειτονικά αστέρια. Το αστέρι της Πούλιας ήταν καθαρό και λαμπερό όσο κανένα. Του Αυγερινού ό,τι πιο βρόμικο μπορείτε να βάλετε στο νου σας. Πεταμένα ρούχα και φαγητά, σκόνη παντού, ξερά, απότιστα φυτά… Μια θλίψη. Στο τέλος το αστέρι φαινόταν να έχει χαθεί από τον ουρανό.
Η Βασίλισσα των Αστεριών, κάλεσε τότε τις Νεράιδες και τις ρώτησε τι είχε συμβεί. Στην αρχή της έκρυβαν την αλήθεια –βλέπετε αγαπούσαν πολύ τον Αυγερινό που μπορεί να βαριόταν να καθαρίσει, αλλά είχε χρυσή καρδιά… Αναγκάστηκαν να της τα πουν όλα και τότε Εκείνη πήρε το Άρμα της με τα έξι χρυσά άλογα και πήγε στο αστέρι. Ο Αυγερινός τα ‘χασε όταν την είδε. Αυτή χωρίς πολλά- πολλά του είπε πως αν σε μια εβδομάδα το αστέρι του δεν είχε γίνει το πιο λαμπερό, θα τον έδιωχνε από τον ουρανό…
Όταν έφυγε ο Αυγερινός βυθίστηκε στην απελπισία. Η Πούλια, που τα είχε δει όλα από το αστεράκι της αποφάσισε να τον βοηθήσει. Τον φώναξε και του το είπε. Ο Αυγερινός αναθάρρησε. Η νοικοκυροσύνη της Πούλιας ήταν φανερή και γνωστή σε όλο το Βασίλειο των Αστεριών. Του έβαλε όμως έναν όρο. Θα άρχιζε μόνος του να καθαρίζει το αστέρι του. Μόνο αν έδειχνε πως πραγματικά ήθελε να το κάνει όμορφο θα τον βοηθούσε. «Μη σκεφτείς πως θα το καθαρίσω εγώ για σένα. Ακόμη κι αν ήθελα η Βασίλισσα θα το καταλάβαινε».
Έτσι έγινε και ο Αυγερινός στρώθηκε στη δουλειά. Από τη δεύτερη μέρα τον βοηθούσε και η Πούλια. Σε μια εβδομάδα το αστέρι άστραφτε στον ουρανό όπως ποτέ άλλοτε… Η Βασίλισσα δεν άργησε να φτάσει με το άρμα της. Είχε ήδη ένα τεράστιο χαμόγελο που πλάταινε ακόμη περισσότερο καθώς περπατούσε στους φροντισμένους κήπους του Αυγερινού. Έκοψε λίγα Δειλινά και τα μύριζε…
«Θέλω να σου χαρίσω κάτι», είπε. «Τι θέλεις;»
Ο Αυγερινός κοκκίνισε και λέξη δεν έβγαινε από το στόμα του.
«Τι έπαθες; Έχασες τη μιλιά σου;»
«Θέλω… θέλω…»
«Ναι;»
«…την Πούλια για γυναίκα μου!»
Η Βασίλισσα γέλασε «Αυτό δεν είναι ένα δώρο που μπορώ να σου κάνω εγώ. Πρέπει να το θέλει εκείνη… Πούλια;»
«…»
«Τι έχεις να πεις; Άκουσες τι είπε ο Αυγερινός; Θέλεις εσύ να γίνεις γυναίκα του;»
«…ναι», είπε δειλά η Πούλια και ίσα που ακούστηκε. Αυτό όμως αρκούσε για να λάμψει ο Αυγερινός περισσότερο και από το αστέρι του.
Έγιναν οι γάμοι σε λίγο καιρό και το δώρο της Βασίλισσας ήταν να ενώσει τα αστέρια τους. Έτσι δημιουργήθηκε το πιο λαμπερό αστέρι στον ουρανό. Βγαίνει πρώτο το σούρουπο να μας προετοιμάσει για τη νύχτα που έρχεται… Το πρωί είναι το τελευταίο που μένει για να μας κάνει συντροφιά όταν ξυπνάμε. Το βράδυ το λέμε Πούλια και το πρωί Αυγερινό… Όσοι αγαπούν το λένε Αφροδίτη!»
Ήταν η πιο όμορφη νύχτα που είχε ζήσει η Χρυσάνθη στο νησί. Το άλλο πρωί είχε βρει ένα αυτάκι της Αφροδίτης και το καρφίτσωσε στα μαλλιά της…
Όμως τώρα είχε πάθει αυτή την αρρώστια της νοσταλγίας και όλα της φαίνονταν άνοστα. Με μια ξαφνική κακία έβγαλε το αυτάκι από τα μαλλιά της και το πέταξε στη Λίμνη της Λεμονάδας…
Μετά γύρισε την πλάτη της και απομακρύνθηκε. Έτσι δεν είδε ότι κάποιος εμφανίστηκε πίσω από τις λεμονιές, όταν σιγουρεύτηκε ότι είχε φύγει… Ήταν ο Κινέζος! Θλιμμένος από τα δάκρυα της Πριγκίπισσας βούτηξε στη λίμνη. Βουτούσε ξανά και ξανά μέχρι που βρήκε αυτό που ζητούσε. Δεν ήταν άλλο από το αυτάκι της Αφροδίτης που πέταξε μέσα στο θυμό της η Πριγκίπισσα. Κάπως ανακουφισμένος ο Κινέζος εξαφανίστηκε αθόρυβα κρατώντας το στα χέρια του σαν πολύτιμο φυλακτό…
…Με το φεγγάρι στα μαλλιά…
Ο Πρίγκιπας έβλεπε τη θλίψη της και σπάραζε η καρδιά του… Την ήθελε κοντά του, όμως δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν μπορούσε να ζήσει μακριά από το Νησί και τις λεμονιές του. Δεν μπορούσε και να φανταστεί τη ζωή του χωρίς τη Χρυσάνθη.
Το καταλάβαινε πως νοσταλγούσε την πατρίδα της, τους δικούς της. Θα μπορούσε να τη βοηθήσει και όπως ήρθε, έτσι μέσα σε μια νύχτα να πάει πίσω στη μακρινή της χώρα. Φοβόταν όμως πως δεν θα γύριζε ποτέ πίσω…
Μια βραδιά με Πανσέληνο κατάφερε να κατεβάσει για χάρη της το φεγγάρι από τον Ουρανό. Κράτησε μια μοσχοβολιστή μακριά πλεξούδα της στα χέρια του και με μια χρυσή αλυσιδίτσα κατάφερε να της φορέσει στα μαλλιά το χρυσό στεφάνι του φεγγαριού…
Εκείνη απορροφημένη από το βιβλίο που της είχε δώσει εκείνο το απόγευμα, το Λεμονοδάσος χαμένη στις περιπέτειες μιας δύσκολης αγάπης, αλλά και στη μορφή της ηρωίδας του βιβλίου με το παράξενο όνομα Βίργκω, δεν είχε καταλάβει τίποτε μέχρι που ένιωσε τη λάμψη να πέφτει στις λέξεις.
Σήκωσε τα μάτια της και είδε τα μάτια του Πρίγκιπα φωτισμένα από το φεγγάρι. Δεν ήθελε να βρίσκεται πουθενά αλλού. Φόβος, πίκρα, θλίψη, νοσταλγία έφυγαν σαν ελαφρόπετρες σε γαλανό νερό…
Βρέθηκε σε εκείνη τη μαγική στιγμή που είχε διαβάσει κάπου: παρελθόν, παρόν και μέλλον διασταυρώνονται μέχρι που φτιάχνουν ένα φωτεινό σώμα, μια ηλιακτίδα, μια γραμμή από φως που πέφτει σε ένα μόνο σημείο της γης για μια και μοναδική στιγμή. Η ακτίδα αυτή είχε πέσει τώρα πάνω τους…
…Της έλεγε τραγούδια για το φεγγάρι :
Μαργαριταρένια μου, φεγγαρολουσμένη
Χάρτινο το φεγγαράκι
Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι
Θα πιω απόψε το φεγγάρι
Το φεγγάρι είναι κόκκινο
Με τα φεγγάρια χάνομαι
…Νύχτα ασημένια κι η κάθε μου η έννοια σ’ απόχη μεταξένια από ξανθά μαλλιά. Γλυκοχαράζει…
…Τραγούδια μέχρι την αυγή… Αγκαλιασμένοι με τη θάλασσα να βρέχει τα πόδια τους. Με το αβάσταχτο άρωμα των λεμονανθών να τους σκεπάζει. Αποκοιμήθηκαν…
Τα όνειρα τους ήταν τρυφερά. Εκείνος την είδε μικρή, όπως δεν την είχε γνωρίσει ποτέ παρά μόνο από τις περιγραφές του Κινέζου. Ένα κίτρινο περιστέρι ακουμπούσε απαλά στο χέρι της και ένα άλλο της έφερνε ένα αστέρι να δέσει στο λαιμό της. Ένα κίτρινο μισοφέγγαρο της γελούσε από τον ουρανό…
Η Χρυσάνθη είδε τους δυο τους πάνω σε ένα σύννεφο φτιαγμένο από νότες και μουσική σαν απαλό πουπουλένιο μαξιλάρι… Ήταν κι οι δυο μικρά παιδιά. Η Χρυσάνθη είχε απλώσει στους δυο πύργους του παλατιού τα ρούχα της και φορούσε κόκκινη μπλούζα και πράσινη φούστα. Ρούχα από ένα παραμύθι για φράουλες και φραουλόπουλα… Ρούχα που θα την έκαναν να κλάψει, αλλά στο όνειρό της δεν την ένοιαζε… Δίπλα στα ρούχα της έσταζε υγρό ένα μπλουτζίν του Πρίγκιπα και πιο κει ένα κίτρινο μισοφέγγαρο. Τα νερά από τα απλωμένα ρούχα και το φεγγάρι πότιζαν μερικές γλάστρες. Σύντομα ξεφύτρωσαν πολύχρωμα λουλούδια που άρχισαν να ανεβαίνουν στον ουρανό….
…Πίσω από τις μπανανιές ξεπρόβαλε το μελαγχολικό πρόσωπο του Κινέζου… Μόλις είδε τα πλατιά χαμόγελα των δυο κοιμισμένων φίλων του, η μελαγχολία έσβησε από το πρόσωπό του, λες και φάνηκε μέσα σε μια βαριά συννεφιασμένη μέρα ο πιο λαμπερός ήλιος…
Έπιασε απαλά με τα δάχτυλά του το αυτάκι της Αφροδίτης που είχε κρεμάσει στο λαιμό του με μια πετονιά, το φύσηξε απαλά κι ύστερα το φίλησε σαν φυλακτό. Πριν το εξαφανίσει κάτω από το λευκό του πουκάμισο, το φίλντισι από το κοχύλι έλαμψε από μια ακτίδα του ήλιου.
Η ακτίδα αυτή έφυγε από το κοχύλι και έπεσε απαλά πάνω στο πρόσωπο της Χρυσάνθης. Άνοιξε για λίγο τα μάτια της, είδε τον Πρίγκιπα ξαπλωμένο δίπλα της και κοιμήθηκε πάλι γαλήνια…
…Μια σταγόνα κόκκινο…
«Αν ξαπλώσεις σε ένα αυτάκι της Αφροδίτης, η θάλασσα μπορεί να γίνει ο ουρανός σου...», είπε αινιγματικά η γιαγιά στην Πριγκίπισσα χωρίς όνομα και σταμάτησε να μιλάει.
«Στέγνωσε το στόμα μου», πρόσθεσε ύστερα από λίγο. Προσγειώθηκαν κι οι δυο τους στην πραγματικότητα. Ένα αεράκι φύσηξε από το ανοικτό παράθυρο κι έδιωξε τη μυρωδιά Λεμονοδάσους που είχε τρυπώσει παντού.
«Μα πες μου τι έγινε μετά! Θα μείνει στο νησί; Ο Κινέζος γιατί κρύβεται; Και τι είναι αυτό με το αυτάκι;» Η Πριγκίπισσα βομβάρδισε τη γιαγιά της, όμως εκείνη αν και γελαστή ήταν ανένδοτη.
«Κάθε πράγμα στον καιρό του. Θα χαλάσουν οι ντομάτες μου αν τις αφήσω κι άλλο στο περιβόλι. Θα πάμε να τις μαζέψουμε και θα φτιάξουμε την αγαπημένη σου κόκκινη σάλτσα!»
Τι γιαγιά θα ήταν αν δεν ήξερε την αγαπημένη λιχουδιά της εγγονής της; Κι οι δυο τους λάτρευαν τις ντομάτες και το άρωμα της κόκκινης σάλτσας που σιγοβράζει.
Βουτούσαν τη ξύλινη κουτάλα κάθε τόσο, δήθεν για να δοκιμάσουν αν ήταν έτοιμη…
Οι ντομάτες νίκησαν λοιπόν κατά κράτος τα λεμόνια και βρέθηκαν οι δυο τους να τις μαζεύουν στο περιβόλι και μετά να τις ξεφλουδίζουν, να τις κόβουν σε μικρά κομμάτια, να προσθέτουν τα μαγικά υλικά της γιαγιάς, δυόσμο, βασιλικό, σκόρδο και πιπεριές: Όλα από τον κήπο της…
Η κόκκινη κουζίνα μοσχοβολούσε… Γέμισαν δεκάδες γυάλινα βάζα και τα άπλωσαν παντού… Στο μεταξύ είχαν φτιάξει και μια μακαρονάδα για να δοκιμάσουν στ’ αλήθεια τη σάλτσα τους… Έτριψαν από πάνω την αγαπημένη τους παρμεζάνα και έφαγαν με μεγάλη όρεξη.
Κάθισαν στο μπαλκόνι και η γιαγιά ήπιε το μυρωδάτο καφέ της, ενώ η πριγκίπισσα έτρωγε γλυκό τριαντάφυλλο. Τα τραγανά ροδοπέταλα σκορπούσαν το άρωμα στο στόμα της φέρνοντας έναν αέρα απ’ όλα τα όμορφα που ήταν να συμβούν στο μέλλον…
Μόνο τότε η γιαγιά της, έπιασε πάλι το νήμα και συνέχισε το Κίτρινο Παραμύθι της…
«…Ήταν ο τελευταίος ήρεμος ύπνος… Ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά όταν σηκώθηκαν. Πήγαν στη λίμνη και ρούφηξαν αχόρταγα λεμονάδα, μέχρι που φούσκωσε το στομάχι τους. Ήρεμη και σίγουρη πια για την αγάπη του, η Χρυσάνθη είπε στον Πρίγκιπα πως ήθελε να επισκεφθεί τους δικούς της. Να τους εξηγήσει τι συμβαίνει. Να τους μιλήσει για την αγάπη τους. Θα γυρνούσε σύντομα κοντά του και θα έμεναν για πάντα μαζί.
Αντί για τη χαρά, είδε το πρόσωπο του Πρίγκιπα να σκληραίνει. Με κάθε λέξη που του έλεγε το βλέμμα του πάγωνε, όλο και περισσότερο…
«Δεν έχεις να πας πουθενά», της είπε μέσα από τα δόντια του. Γύρισε την πλάτη του και έφυγε χωρίς να προσθέσει τίποτε άλλο.
Η Χρυσάνθη ήταν απελπισμένη… Σηκώθηκε κι έκανε να ακολουθήσει τον Πρίγκιπα που χανόταν μέσα στις λεμονιές. Δεν πρόσεχε που πήγαινε. Χτύπησε σε ένα κλαδί και το αγκάθι της λεμονιάς χάραξε λίγο το μέτωπό της. Βγήκε μια μικρή σταγονίτσα αίμα που διστακτικά κύλησε στη γη…
...Κολοκυθολέλουδα...
…Μια σκιά έπεσε πάνω της. Γύρισε τρομαγμένη. Δεν ήταν όμως άλλος από τον Κινέζο. Ανακουφισμένη που έβλεπε επιτέλους κάποιον άλλο άνθρωπο, ένα γνώριμό της πρόσωπο, έπεσε στην αγκαλιά του που μύριζε φρεσκοκομμένα στάχια και ρύζι που κοχλάζει καθησυχαστικά σε πήλινο τσουκάλι…
Δεν χρειάστηκε να του πει τίποτα. Ο Κινέζος φαινόταν να έχει μια παμπάλαια σοφία κι ας ήταν στην ηλικία της. Ξαφνικά κατάλαβε πως δεν ήξερε ούτε το όνομά του! Γι’ αυτήν χρόνια και χρόνια ήταν ο Κινέζος. Ένα χαμόγελο κάτω από ψάθινο καπέλο. Παιδί, έφηβος, παλικάρι. Στην αρχή με τον πατέρα του και μετά μόνος του. Με τα πιο όμορφα κίτρινα πράγματα από τη μακρινή πατρίδα του… Θυμήθηκε τις κίτρινες μεταξωτές πιτζάμες που της χάριζαν τον πιο τρυφερό ύπνο. Ντράπηκε…
«Πώς σε λένε;» ρώτησε ξαφνικά
«Leung Chiu Wai», της απάντησε αυτός χαμογελώντας…
«Πώς;»
«Λενγκ Τσου Βάι θα με λέγατε στη χώρα σου… Μπορείς να με λες Βάι, αν θες…»
Το χαμόγελο του έδιωχνε το βάρος από την καρδιά της. Αυτός σα να μάντευε τις σκέψεις της, της είπε νέα από την πατρίδα της…
Οι γονείς της ήταν καλά, ο αδερφός της έτοιμος να παντρευτεί την αγαπημένη του, η γιαγιά της μέσα στη καλή χαρά. «Τα καλύτερα θα έρθουν σύντομα» λέει σε όλους τριγυρίζοντας στο παλάτι. Στολίζει τα δωμάτια με μαργαρίτες και χρυσάνθεμα…
«Τα αγαπημένα μου!», είπε η Χρυσάνθη…
«Έχει μαζέψει και αγκαλιές βάλσαμο και φτιάχνει βαλσαμόλαδο». Μοιράζει σε όλους τους ανθρώπους του παλατιού. Μου έδωσε ένα μπουκαλάκι να σου φέρω…»
«Μα…»
«Που το ξέρει; Της τα είπα όλα να μην ανησυχεί… Αυτή με έστειλε κοντά σου να σου φέρω αυτό το μπουκαλάκι. Μου είπε πως θα περάσεις στενοχώρια, αλλά θα σου φύγει γρήγορα… Μου είπε να πάρω ένα σακουλάκι με ρύζι, μου έδωσε ένα άλλο πάνινο σακουλάκι με μυρωδικά και μου ζήτησε να μαζέψω φρέσκους κολοκυθανθούς την αυγή»
Ο Βάι άνοιξε το πανέρι που κουβαλούσε κι έβγαλε τους θησαυρούς που έστελνε η γιαγιά της.
«Μου χρειάζεται ένα…»
«…Γουόκ;». Ο Βάι σαν ταχυδακτυλουργός έβγαλε το παράξενο βαθύ τηγάνι από τη τσάντα του…
«Θα ανάψεις φωτιά;» είπε η Χρυσάνθη «Θα φτιάξω λουλούδια γεμιστά. Η γιαγιά μου έβαλε όλα τα υλικά στη σακκούλα. Μόνο που οι ντομάτες είναι λιαστές και αντί για απλό λάδι θα βάλω βαλσαμόλαδο»
Κι ήταν ξαφνικά σα να είδε μπροστά της το χαρτί από το τετράδιο με τις καλοκαιρινές συνταγές της γιαγιάς. Στη σελίδα αυτή η Χρυσάνθη είχε ζωγραφίσει ένα χαμογελαστό κοριτσίστικο πρόσωπο: Το δικό της…
Ανθοί κολοκυθιού γεμιστοί (κολοκυθολέλουδα)
Υλικά
40 λουλούδια
1 ματσάκι μαϊντανός
3 μεγάλα κρεμμύδια
1 ποτήρι του νερού ελαιόλαδο
1 ½ ποτήρι ρύζι
2+ 1 τομάτες
Αλάτι & πιπέρι
(Ανάλογα με τα γούστα μπορούμε να προσθέσουμε και άλλα μυρωδικά της αρεσκείας μας, όπως δυόσμο, βασιλικό κ.α.)
Εκτέλεση
Πλένουμε τα λουλούδια. Φτιάχνουμε το μίγμα με όλα μας τα υλικά, εκτός από τη μια τομάτα και το 1/3 του ελαιόλαδου. Γεμίζουμε και κλείνουμε τα λουλούδια. Τα στρώνουμε στο ταψί που έχουμε αλείψει με ελαιόλαδο. Ρίχνουμε από πάνω τους το υπόλοιπο ελαιόλαδο και μια μεγάλη τομάτα που έχουμε περάσει στον τρίφτη. Προσθέτουμε ένα ποτήρι νερό και ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο για 1 ½ ώρα, στους 180ο .
--------------------------------------------
Η διαφορά ήταν πως τώρα θα το έφτιαχναν στο γουοκ.
Για να δούμε… Ο Βάι την διαβεβαίωσε πως κοίλος πάτος έχει την ιδιότητα να μοιράζει παντού σωστά τη θερμοκρασία σε όλο το τηγάνι. Έτσι το φαγητό ψήνετια ομοιόμορφα και χρειάζεται λίγο λάδι.
«Ετοίμασέ τα εσύ, κι εγώ θα αναλάβω το ψήσιμο… Έχω φέρει και κίτρινο κρασί», είπε πονηρά…
Η Χρυσάνθη ανάλαφρη γέλασε με την καρδιά της. Σε έναν κομμένο κορμό από φοινικόδεντρο άπλωνε και τύλιγε ένα- ένα τα λουλούδια. Μετά τα τοποθετούσε με στοργή μέσα στο βαθύ τηγάνι, σαν μωρά στη κούνια τους…
Ο Βάι πρόσεχε το τηγάνι και σέρβιρε από ένα δαχτυλάκι κίτρινο κρασί, καθώς περίμεναν να γίνει το φαγητό… Σε λίγο η μυρωδιά του είχε σκεπάσει το άρωμα των λεμονανθών…
Το μυαλό της Χρυσάνθης ταξίδεψε σε χαμογελαστά πρωινά, σε ατέλειωτα παιχνίδια σε λιβάδια με μαργαρίτες και χαμομήλια, σε βράδια με κίτρινα αστέρια να πλημμυρίζουν τον ουρανό.
Όταν ο Βάι έσκυψε με το πιρούνι του να πιάσει τον πρώτο ανθό να δοκιμάσουν αν είναι έτοιμος, κάτι μικρό κι αστραφτερό κύλησε από το πουκάμισο του και αιωρήθηκε πάνω από τους αχνούς των λουλουδιών. Το αυτάκι της Αφροδίτης πιασμένο σε μια πετονιά! Αυτό που είχε πετάξει με θυμό στη Λίμνη της Λεμονάδας. Η έκπληξη της ήταν μεγάλη, αλλά δεν είπε τίποτα.
Ο Βάι το έκρυψε γρήγορα- γρήγορα, πιστεύοντας πως δεν το είχε δει η Χρυσάνθη…
Έκοψε ένα λουλούδι στη μέση. Μια έκρηξη από καλοκαιρινά αρώματα. Τα μάτια τους συναντήθηκαν και η Χρυσάνθη είχε όλες τις απαντήσεις μπροστά της. Και επιτέλους μπόρεσε να τις διαβάσει…
Μοιράστηκαν το λουλούδι. Το λάδι του βάλσαμου απλώθηκε γοργά στα σώματά τους…
Έφαγαν όλα τα λουλούδια μοιράζοντάς τα στη μέση. Μπουκιά τη μπουκιά.
«Νομίζω ότι πρέπει να φύγουμε τώρα», είπε η Χρυσάνθη. Δεν χρειάστηκε να πει άλλη λέξη και ο πράσινος δράκος που την είχε φέρει στο νησί εμφανίστηκε μπροστά τους. Ο Βάι κάτι ψιθύρισε στο αυτί του, ανέβηκαν στη ράχη του και εκτοξεύτηκαν στον ουρανό…
Τα μάτια της Χρυσάνθης ήταν υγρά μα ένιωθε και μια ατέλειωτη ανακούφιση. Ένα κομμάτι της καρδιάς της είχε κλείσει μέσα της τον Πρίγκιπα του Λεμονοδάσους. Έβλεπε κάτω τα δυο νησιά κι ήξερε ότι θα γύριζαν πάντα στα όνειρά της…
«Αν αγαπάς κάποιον άφησέ τον ελεύθερο», έγραψε στην άμμο λίγο πριν φύγει…
Επίλογος
«Καλά το κατάλαβες. Παντρεύτηκε τον Κινέζο. Ταξίδεψαν πολύ. Αυτός της είπε πως την αγαπούσε πάντα. Από τότε που την είδε κλαμένη για πρώτη φορά. Πως πίστεψε ότι μαζί του δεν θα ήταν ευτυχισμένη. Πως δεν ταιριάζανε. Πως την αγαπούσε τόσο που ήθελε να βρει το ιδανικό ταίρι. Ποιος θα ήταν καλύτερος από τον Πρίγκιπα του Λεμονοδάσους; Σπάραξε η καρδιά του όταν της έδωσε το κίτρινο κρασί και την έστειλε στη ράχη του αγαπημένου του δράκου στα Δυο Νησιά. Όταν την είδε να ποτίζει με τα δάκρυά της τη Λίμνη και να πετάει το αυτάκι της Αφροδίτης, κατάλαβε πως είχε κάνει λάθος…»
Η Πριγκίπισσα χωρίς όνομα δεν μπορούσε να δεχτεί αυτά που έλεγε η γιαγιά της. «Δεν μου άρεσε τελικά το παραμύθι σου», της είπε πεισματάρικα.
«Νομίζω πως είσαι μικρή ακόμη για να το καταλάβεις…» απάντησε η γιαγιά
Αυτό τη θύμωσε περισσότερο: «Δεν είμαι μικρή!»
Η γιαγιά δαγκώθηκε και κατέφυγε σε πονηρά κόλπα:
«Τέλος πάντων! Έχει μείνει λίγο ακόμη γλυκό κερασάκι. Τι λες να το τελειώναμε;»
Αχ γιαγιά, τόσο σοφή δεν έχεις μάθει πως δεν δωροδοκούμε τα παιδιά;
Η γιαγιά κοίταξε προς το Βορρά και είδε μια γυναίκα να ζωγραφίζει ανακατεύοντας τα όμορφα χρώματά της…
Μετά κοίταξε στο Νότο: Κάποιος πάλευε να γράψει μια ιστορία και την ίδια ώρα μπερδευόταν ο ίδιος…
Τότε, σα να μιλούσε μόνη της, είπε:
«Τίποτε δεν χάνεται από μια αληθινή αγάπη. Ακόμη κι αν έχει κρατήσει όσο το άναμμα ενός σπίρτου...κι αν δείτε ποτέ τιρκουάζ θάλασσες, που δεν μπορείτε να πιστέψετε ότι το καθάριο χρώμα τους είναι αληθινό, να ξέρετε : είναι οι παραλίες που κοιμήθηκαν αγκαλιά η Χρυσάνθη και ο πρίγκιπάς της. Το τζιν του βλέπετε, ξεβάφει...»
ΤΕΛΟΣ
*Περιχάν Μαγκντέν, Η ανάσα τους πίσω μας, Μελάνι, μετάφραση Ιω Τσόκωνα
-Της κίτρινης πριγκίπισσας, της άρεσαν οι πρίγκιπες που φορούσαν μπλουτζίν. Αγαπούσε τα φεγγάρια και απορούσε που όλοι βλέπανε μόνο ένα στον ουρανό. Εκείνη, τα βράδια συνήθιζε να πίνει ένα ποτήρι κατακόκκινο κρασί περπατώντας αργά, στους δρόμους της πολιτείας και να μετράει φεγγάρια, ενώ κάποιοι γύρω της μετρούσαν τα αστέρια. Κι απορούσε. Που δεν τα έβλεπαν. Τι κρίμα... Μια νύχτα, καθώς βάδιζε αργά και κοιτούσε ψηλά, άκουσε μια σιγανή φωνή να ρωτάει: "11 είναι τα φεγγάρια σήμερα κοπελιά ή μήπως δέκα;". "Δέκα", του αποκρίθηκε εκείνη "το ένα είναι ο ανεμοδείκτης του πύργου". Η πριγκίπισσα ένιωσε τα πόδια της να χάνουν τη επαφή με τη γη. Λίγο κρασί χύθηκε στο δρόμο. Πετούσε;
-Δε μου τα λες καλά γιαγιά, της είπε η πριγκίπισσα χωρίς όνομα.
-Γιατί παιδί μου;
-Αποκλείεται να έπινε κατακόκκινο κρασί η κίτρινη πριγκίπισσα. Εσύ δε μου έλεγες πως της άρεσε μόνο ότι είναι κίτρινο;
-Εντάξει, εντάξει… Θα το πω πάλι…
-…έπινε λοιπόν λεμονάδα
-Μα δεν είναι κίτρινη η λεμονάδα!
-Ναι, αλλά είναι κίτρινα τα λεμόνια.
-Καλά…
-…έπινε λοιπόν λεμονάδα, περπατώντας αργά στους δρόμους της πόλης, συνέχισε η γιαγιά και το παραμύθι κυλούσε ομαλά…
Τα ματάκια της πριγκίπισσας χωρίς όνομα άρχισαν να κλείνουν. Τώρα αυτή ήταν που πετούσε πάνω από ένα λιβάδι με κατακίτρινες μαργαρίτες… «Σιγά μην άρεσαν στη κίτρινη πριγκίπισσα και οι κατακόκκινες παπαρούνες», ήταν η τελευταία της σκέψη… «Τρελάθηκε η γιαγιά!»
Αν όμως η πριγκίπισσα χωρίς όνομα κοιμήθηκε, το παραμύθι ήταν αδύνατον να σταματήσει. Κι ας σώπαινε η γιαγιά κοιτάζοντας κάποιο μακρινό σημάδι στον ουρανό κι αργοκουνώντας το κεφάλι…
Η κίτρινη πριγκίπισσα συνέχισε λοιπόν να πετάει. Κι αυτή βεβαίως είχε όνομα. Την έλεγαν Χρυσάνθη. Κι αυτό το όνομα σιγοψιθύριζε πίσω της η φωνή καθώς η ίδια υψωνόταν πάνω από τον Κίτρινο Ποταμό και έβλεπε τις αγαπημένες της όχθες να απομακρύνονται.
Η φωνή συνέχιζε μονότονα «Χρυσάνθη», «Χρυσάνθη», «Χρυσάνθη»… Κι ήταν από πάνω ζαλισμένη: Τι το ήθελε το κρασί, αυτή που έπινε μόνο λεμονάδα;
Μη βιαστείτε να δώσετε δίκιο στη γιαγιά: Τίποτε κόκκινο δεν θα έπινε η Κίτρινη πριγκίπισσα.
Καθώς αυτή πετάει ας γυρίσουμε λίγο το χρόνο πίσω, εκείνη τη μέρα που περπατούσε στην αγορά. Είχε γεμίσει το καλάθι της με λεμόνια, μπανάνες, κίτρινα μήλα, καλαμπόκια, όταν ένα καινούργιο άρωμα έφτασε στα ρουθούνια της… «Αυτό είναι κάτι κίτρινο», είπε στη γυναίκα που τη συνόδευε.
Πραγματικά πλησίασε τον πάγκο του Κινέζου. Ο Κινέζος, ήταν ο αγαπημένος της. Πάντα κάτι καινούργιο και λαχταριστό είχε ανάμεσα στα εμπορεύματά του…
Αυτή η μυρωδιά έβγαινε από ένα μόλις ανοιγμένο μπουκάλι.
-Τι είναι αυτό; Τον ρώτησε
-Huangjiu, πριγκίπισσα. Το κίτρινο κρασί. Το φτιάχνουν στην πατρίδα μου από ρύζι, κεχρί και σιτάρι . Το πίνουμε ζεστό ή κρύο, βάζουμε και στο φαγητό. Εμένα μου θυμίζει τα λιβάδια της πατρίδας μου το καλοκαίρι…
Δεν ήθελε και πολλά για να αγοράσει μερικά μπουκάλια για το παλάτι η Κίτρινη πριγκίπισσα.
Δοκίμαζε λίγο- λίγο τα βράδια μετρώντας τα φεγγάρια. Άρχισε να νιώθει παράξενα μετά από λίγες μέρες. Κάτι σαν πυρετό του ταξιδιού. Αλλά κανένα ταξίδι δεν προβλεπόταν πριν το τέλος της Άνοιξης…
…Και να που τώρα πετάει με άγνωστο προορισμό. Ευτυχώς το κίτρινο κρασί την κρατά ζεστή και θαρραλέα…
Όμως θέλει πολύ κουράγιο για να μείνεις ψύχραιμος όταν το φόρεμα σου γίνεται ξαφνικά από κατακίτρινο κατακόκκινο κι όταν βλέπεις έναν πράσινο δράκο να σε πλησιάζει και καταλαβαίνεις ότι αυτός ήταν που ψιθύριζε τόση ώρα το όνομα σου!
Ένας ουρανός γεμάτος …κρόκους!
-Αν νομίζεις όμως ότι τα παράξενα τέλειωσαν, δεν είδες ακόμα τίποτε, είπε ξαφνικά η γιαγιά λες και διάβαζε τις σκέψεις της πριγκίπισσας χωρίς όνομα. Λες και ρεμβάζοντας προς το νυχτερινό ουρανό κατάφερνε ακόμη να διηγείται την ιστορία της χωρίς να μιλά…
Τώρα όμως τα λόγια της ακούγονταν καθαρά:
-Ο Δράκος χάθηκε λες και είχε τελειώσει η αποστολή του. Μαζί του έφυγε και ο ψίθυρος. Η Χρυσάνθη- η Κίτρινη Πριγκίπισσα, κατέβαινε αργά -αργά προς τη γη. Κάτω της απλωνόταν μια απέραντη γαλάζια θάλασσα: ένας ωκεανός χωρίς αρχή και τέλος. Στη μέση του, σα λαμπερά σκουλαρικάκια σε αφαλό, δυο κιτρινοπράσινες πινελιές η μια κοντά στην άλλη. Δυο νησιά που σχεδόν αγγίζονταν. Το ρεύμα του αέρα την έσπρωχνε σίγουρα προς τα εκεί. Κάθε φόβος είχε εξαφανιστεί.
Μπόρεσε επιτέλους να χαλαρώσει και να κοιτάξει γύρω της. Τι τεράστια έκπληξη: Πρώτα είδε μια σειρά από χάρτινα καραβάκια να πλέουν στον ουρανό. Χάνονταν πίσω από μια τεράστια ομελέτα φτιαγμένη από κρόκους αυγών. Αυγά μάτια παντού τριγύρω της. Η μυρωδιά τους της έσπαγε τη μύτη. Αχ αυτή η χρυσαφένια γεύση! Δεν μπορούσε να ξεκινήσει τη μέρα της αν δε βουτούσε ένα κομμάτι ψωμί σε ένα κρόκο. Και κάθε απόγευμα έτρωγε, γυρνώντας από το σχολείο ένα αυγό χτυπητό με ζάχαρη… Μάλλον πεινούσε πολύ! Άπλωσε το χέρι της και έπιασε ένα αυγό μάτι.
«Αχ να είχα και λίγο ψωμάκι» σκέφτηκε και ευθύς ένα μικρό καλαμποκόψωμο εμφανίστηκε στο ελεύθερο χέρι της.
Άρχισε να τρώει με όλη της την άνεση λες και βρισκόταν στο κίτρινο σαλονάκι της.
Στη θάλασσα είδε κάτι κόκκινα καραβάκια σαν παιχνίδια. Αντί για καπνό έβγαζαν από τις καπνοδόχους τους μικρές καρδούλες.
Ξαφνικά, σα δελφίνι πετάχτηκε μια γοργόνα μέσα από το γαλάζιο της θάλασσας και άρπαξε μια καρδούλα που την πήρε μαζί της. Μυρωδιά φράουλας απλώθηκε. Για κάποιο λόγο ήταν σίγουρη πως οι κόκκινες καρδούλες των πλοίων θα είχαν μια φραουλένια γεύση. Ήταν το μόνο κόκκινο φαγητό που μπορούσε να ανεχτεί και που κρυφά απ’ όλους ομολογούσε πως της άρεσε.
Ούτε καρπούζι, ούτε κεράσια, ούτε ντομάτες, ούτε κόκκινα σταφύλια, ούτε πιπεριές, ούτε κόκκινα μήλα, ούτε ρόδια, ούτε παντζάρια μπορούσε να…
-Αχ σταμάτα γιαγιά! Κάνε ένα διάλειμμα, πάω στη κουζίνα. Θα με τρελάνεις! Γιατί μπορεί η Χρυσάνθη να μην ήθελε τίποτε κόκκινο, όμως η δικιά μας η Πριγκίπισσα χωρίς όνομα πάθαινε τρέλα με ότι είχε κόκκινο πάνω του!
Γέμισε λοιπόν ένα μπολ με τραγανιστά κεράσια και γύρισε πίσω στη γιαγιά της.
-Έλα, πες τώρα!
-Νυστάζω παιδάκι μου…
-Έλα λίγο ακόμα, τόσο δα, είπε και έδειξε το μικρό της δαχτυλάκι.
-Καλά, καλά, που είχαμε μείνει;
-Εκεί που είδε τη γοργόνα να παίρνει τη καρδούλα.
-Α! Ναι… Λοιπόν: Η γοργόνα βγήκε μια ακόμη φορά και πήρε άλλη μια καρδούλα. Τότε σα να ένιωσε ότι κάποιος τη κοιτά, γύρισε το βλέμμα της ψηλά, είδε τη Χρυσάνθη και στην αρχή κοκκίνισε. Μετά ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο της. «Καλώς ήρθες» της φώναξε χαρούμενα και χαιρετώντας την χάθηκε στα κύματα.
Η κίτρινη Πριγκίπισσα προσγειώθηκε τελικά, απαλά- απαλά στο μεγαλύτερο από τα δυο νησιά. Μια μεγάλη παραλία απλωνόταν μπροστά της. Η άμμος χρυσαφένια. Ένα ανεπαίσθητο κύμα την ακουμπούσε κάθε λίγο, σα να τις έδινε μικρά φιλιά. Στη μια άκρη της αμμουδιάς κυλούσε ένα ποταμάκι. Κατάφορτες μπανανιές πρασίνιζαν το χώρο γύρω του. «Μετά το αυγό μάτι, μια μπανάνα είναι ό,τι πρέπει» σκέφτηκε. Πήγε στις μπανανιές, έκοψε ένα τσαμπί και κάθισε στην άμμο. Δεν είχε φάει πιο νόστιμες και αρωματικές. Και ήταν σαν αφρός. Μπορούσες να φας όσες ήθελες… Και αυτό ακριβώς έκανε. Μετά πήγε ως το ποταμάκι, έσκυψε και ήπιε μπόλικο νερό. Ούτε κατάλαβε πως την πήρε ο ύπνος…
Το ίδιο έγινε και με την Πριγκίπισσα χωρίς όνομα. Η γιαγιά πήρε ένα σεντόνι το κούνησε φυσώντας το πάνω από τη κοιμισμένη μικρή. Καθώς φαίνεται το παραμύθι συνεχιζόταν πια στο όνειρό της. Η γιαγιά πήρε ένα κεράσι από το μπολ το έβαλε στο στόμα της και το έφαγε απολαμβάνοντας κάθε σταγόνα από το ζουμί του. Μετά έφυγε σιγά- σιγά από το δωμάτιο…
Η πριγκίπισσα ξυπνά…
Η Πριγκίπισσα χωρίς όνομα είδε στον ύπνο της τον Κινέζο. Χαμογελούσε και φορούσε ένα κόκκινο πουκάμισο…
…Όμως και η Χρυσάνθη η Κίτρινη Πριγκίπισσα είδε τον Κινέζο κάτω από τη λεμονιά και ένα άρωμα νοσταλγίας άρχισε να απλώνεται στον ύπνο της. Μύριζε λεμονανθό, καλαμπόκι, κίτρινο μήλο και τηγανητή μπανάνα… Και βέβαια Huangjiu –κίτρινο κρασί με μυρωδιά καλοκαιρινού χωραφιού το σούρουπο. Λίγο πριν το Θερισμό.
Ξύπνησε με τα ματάκια της λίγο πρησμένα. Η γιαγιά σα να την περίμενε της είχε ετοιμάσει μια παγωμένη βυσσινάδα.
-Γιαγιά είδα τον Κινέζο στο όνειρό μου…
-Α ναι; Είπε κάπως αφηρημένα η γιαγιά, λες και είναι συνηθισμένο να ονειρεύεσαι Κινέζους παραμυθιών μέσα στο μεσημέρι…
-Κι εκείνη είδε τον Κινέζο, μόνο που της μίλησε. Εσένα σου είπε τίποτα;
-Όχι, μόνο χαμογελούσε.
-Χμ! Μάλλον του αρέσει που σου λέω την ιστορία. Νιώθει πολύ περήφανος για το ρόλο του ξέρεις! Πρέπει να σου πω τη συνέχεια, καθώς φαίνεται.
Λοιπόν, ναι η Χρυσάνθη είδε τον Κινέζο στον ύπνο της και της είπε κάτι παράξενο:
«Ο Πρίγκιπας του Λεμονοδάσους έρχεται ανάμεσα σε κίτρινα δελφίνια. Σε αγαπά βαθιά, μα πρέπει να προσέξεις. Εύκολα μπορεί να ξεχάσει την αγάπη του και να μη θέλει να σε δει στα μάτια του. Εσύ θα τον αγαπήσεις μόλις τον δεις, αλλά αν θες η αγάπη να κρατήσει, δεν πρέπει να σε νανουρίσει!»
Η Κίτρινη Πριγκίπισσα άνοιξε τα μάτια της κάτω από έναν εκτυφλωτικό ήλιο. Το στόμα της είχε ξεραθεί. Ήπιε νερό από το ποταμάκι και μετά μπήκε μέσα με τα ρούχα. Έκανε σκανταλιά. Σε ποιόν; Δεν φαινόταν κανείς εκεί κοντά. Κι ο Κινέζος; Μόνο ένα όνειρο. Σαν τόσα και τόσα!
Η κούραση έφυγε από πάνω της… Όμως κατάλαβε ότι το άρωμα που της είχε ξυπνήσει τη νοσταλγία στον ύπνο της, υπήρχε στον αέρα. Περπάτησε στην ακροθαλασσιά προς την άλλη μεριά της παραλίας. Είχε αρχίσει να βαριέται μόνη της. Κι ένιωθε λίγο ανήσυχη καθώς ο ήλιος πήρε να γέρνει. Καλό το νησί, καλές και μπανάνες του, καλά και τα παραμυθένια ταξίδια πάνω σε δράκους, μα που είναι οι φίλες της, τ’ αδέρφια της, ο μπαμπάς, η μαμά της; Που είναι η παραμάνα, η γιαγιά, ο παππούς;
Όσο προχωρούσε το άρωμα λεμονανθού γινόταν αβάσταχτο. Ένα δάκρυ άρχισε να κυλά στο μάγουλο της… Έφτασε στην άκρη της παραλίας. Από εδώ λες και μπορούσε ν’ αγγίξει το απέναντι νησί. Στο σούρουπο έφεγγαν κατάλευκα τα άνθη από τις λεμονιές. Από το Λεμονοδάσος!
Σκοτείνιασε για τα καλά. Και τότε ο ουρανός γέμισε με κατακίτρινα μισοφέγγαρα και κόκκινα αστέρια. Μαγεμένη κοιτούσε τον απέραντο ουρανό ξεχνώντας κάθε λύπη. Ξεχνώντας τα πάντα. Σα να ήταν η ίδια αεράκι που απλώνεται γλυκά στη γη. Παραλίγο να μη τον άκουγε, αν δεν ήταν οι φωνές των δελφινιών, που έμοιαζαν με παιδικά γέλια στο κύμα. Ερχόταν με την κίτρινη βάρκα του παίζοντας με τα δελφίνια που πηδούσαν χαρούμενα εκεί που άπλωνε τα χέρια του. Φαινόταν να μη την έχει δει, καθώς της είχε γυρισμένη τη πλάτη.
Ένιωσε τρελή ανυπομονησία καθώς είδε της σημαία με τα ζωγραφιστά λεμόνια και θυμήθηκε τα λόγια του Κινέζου. Λες να ήταν ο Πρίγκιπας του Λεμονοδάσους, αυτός που ερχόταν μέσα στη φεγγαροπλουμιστή νύχτα, παίζοντας με τα δελφίνια; Μήπως θα της ράγιζε κάποτε τη καρδιά;
Πήρε μια βαθιά ανάσα για να δώσει κουράγιο στον εαυτό της. Και τότε εκείνος γύρισε και την κοίταξε…
Πρώτη συνάντηση
…Τα δελφίνια εξαφανίστηκαν. Κι εκείνος κοίταζε χωρίς να τη βλέπει, λες και ήταν αόρατη. Ένας παράξενος ήχος σαν δυνατό σύρσιμο την έκανε να γυρίσει το κεφάλι της προς τα πίσω. Μέσα από το πράσινο χορτάρι ξεφύτρωναν λεμονιές γεμάτες με τους κατακίτρινους καρπούς τους. Δεν σταματούσαν να μεγαλώνουν παρά μόνο σαν έφταναν στο ύψος ενός ανθρώπου.
Μέχρι να ξανακοιτάξει στη θάλασσα ο «Πρίγκιπας του Λεμονοδάσους» -όπως ήδη τον έλεγε μέσα στο μυαλό της- περνούσε με ταχύτητα από μπροστά της, μέσα στη κίτρινη βάρκα του. Στα χέρια του κρατούσε ένα βιβλίο, και έμοιαζε να κρατάει τον κόσμο όλο. Τόσο προσηλωμένος ήταν!
Ξαφνικά και εντελώς αναπάντεχα -αν αυτό δεν είναι πλεονασμός – («Γιαγιά τι είναι πλεονασμός;» / «Μια υπερβολή», είπε η γιαγιά, αλλά μη με διακόπτεις) έκλεισε το βιβλίο με θόρυβο και η ματιά του έπεσε πάνω της με έκπληξη. Καθώς φαινόταν μόλις τώρα την είχε δει, χαμένος πριν στις σκέψεις του.
Γύρισε τη βάρκα προς την ακτή. Μόλις πλησίασε πήδησε έξω και την τράβηξε στην άμμο…
-Σε περίμενα, της είπε απλά κι εκείνη ένιωσε την καρδιά της να ανεβοκατεβαίνει από τον ουρανό στο βυθό της θάλασσας και πάλι πίσω. Τα μάγουλα της βάφτηκαν κόκκινα και καίγονταν καθώς εκείνος την πλησίαζε και σαν γνήσιος Πρίγκιπας της έδωσε ένα χειροφίλημα…
-Νομίζω πως ήρθε η ώρα να με γνωρίσεις, της είπε. Εγώ σε ξέρω χρόνια τώρα. Μου μίλησε για πρώτη φορά για σένα ο Κινέζος, όταν ήρθε στη χώρα σου με τον πατέρα του για να πουλήσουν τα λεμόνια, τα καλαμπόκια, το σιτάρι, το κρασί και τους χαρταετούς τους. Ήσασταν κι οι δυο μικροί. Εσύ έκλαιγες γιατί δεν σε άφηναν να φορέσεις το κίτρινο φουστάνι που τόσο σου άρεσε. Όσο κι αν προσπαθούσε ο αδερφός σου, ο Πρίγκιπας Ακύλας, ότι κι αν έκανε ο καλύτερος σου φίλος ο μικρός Αίσονας, εσύ ήσουνα απαρηγόρητη.
Τότε ο μικρός Κινέζος παρακάλεσε τον πατέρα του να σου δείξουν τους χαρταετούς, τα μαγικά λουλούδια- παγωτά, το παγωτόδεντρο και το φεγγαρόδεντρο… Μου είπε πως άνοιξαν τα ματάκια σου, πως τα δάκρυα χάθηκαν και το χαμόγελο άνθισε και πάλι.
Πιαστήκατε όλοι χέρι- χέρι και αρχίσατε το χορό και το τραγούδι. Όπως τον άκουσα να μιλάει για σένα σε είχα ήδη αγαπήσει. Κι όταν μου έδειξε μια εικόνα σου φυλακισμένη σε ένα από τα μικρά φεγγαράκια του μαγικού δέντρου, αποφάσισα ότι όταν θα ερχόταν η κατάλληλη στιγμή, θα σου ζητούσα να γίνεις γυναίκα μου!
Μου το ορκίστηκε… Κι έτσι τώρα, χάρη στο κίτρινο κρασί και τον πιστό του Δράκο, βρίσκεσαι εδώ στο Βασίλειο των Δύο Νήσων. Το Πριγκιπάτο του Λεμονοδάσους και την Κομητεία της Μπανανιάς.
Της εξήγησε πως οι λεμονιές που φύτρωσαν ξαφνικά ήταν απαραίτητες για να μπορέσει να έρθει ο ίδιος στο νησί της Μπανανιάς όπου βρίσκονταν τώρα. Της εξήγησε πως του ήταν αδύνατον να ζήσει χωρίς να αναπνέει το άρωμα του φρέσκου λεμονιού ή του λεμονανθού.
-Είναι για μένα ότι το οξυγόνο για άλλους ανθρώπους. Δεν θα μπορούσα να ζήσω περισσότερο από λίγα λεπτά χωρίς τις λεμονιές μου… Γι’ αυτό δεν ήρθα εγώ ο ίδιος στο Βασίλειο σας να ζητήσω επίσημα το χέρι σου από τους γονείς σου.
Έπρεπε αν έρθεις εδώ, να γνωριστούμε και να αποφασίσεις ελεύθερα τι θέλεις να κάνεις. Ό,τι κι αν αποφασίσεις θα το σεβαστώ. Αν μου ζητήσεις να φύγεις αυτή τη στιγμή θα σε αφήσω, όσο κι αν μου ραγίζει την καρδιά… Πρέπει να ξέρεις πάντως πως αν γίνεις γυναίκα μου θα πρέπει να ζήσουμε για πάντα εδώ…
Η Πριγκίπισσα Χρυσάνθη είχε χάσει τα λόγια της. Εκείνος το κατάλαβε, σώπασε και την κάλεσε να καθίσουν λίγο ήσυχα στη αμμουδιά. Της έδωσε να πιει από ένα παγούρι παγωμένη φρέσκια λεμονάδα. Φυσούσε ένα απαλό αεράκι που τους ανακάτευε τα μαλλιά. Ανάσαινε κι εκείνη με απόλαυση…
Οι πρώτες μέρες
…Προχωρημένη νύχτα έφυγε ο Πρίγκιπας από το νησί. Της είπε πως αν και την αφήνει μόνη της δεν έχει τίποτε να φοβηθεί. Οι ακοίμητοι φρουροί της αδερφής του, της Κόμισσας της Μπανανιάς, την προσέχουν χωρίς να τους βλέπει. Η αδερφή του τώρα έλειπε σε μακρινό ταξίδι, αλλά είναι σίγουρος πως σαν γυρνούσε θα γίνονταν καλές φίλες.
Την πήγε σε ένα πανέμορφο καλύβι σκεπασμένο με φύλλα μπανανιάς. Της έδειξε την κίτρινη αιώρα όπου θα κοιμόταν.
Πάνω σε ένα τραπέζι ήταν απλωμένες οι πιο νόστιμες και κίτρινες λιχουδιές που μπορούσε να φανταστεί κανείς…
…Έτσι κυλούσαν ήρεμα οι μέρες…. Εκείνος διάβαζε τα βιβλία της θάλασσας. Τα βιβλία όταν άνοιγαν έφτιαχναν φουρτούνες. Όποιος όμως τα διάβαζε ήταν ήρεμος και ούτε που πρόσεχε τις φουρτούνες, ούτε που ποτέ τον ενοχλούσαν. Η κίτρινη πριγκίπισσα ξεκουραζόταν στο νέο Λεμονοδάσος που είχε γεννηθεί τη μέρα της άφιξης της στο νησί. Δυο καναρίνια της κρατούσαν ένα θαλασσοβιβλίο...
Η αρρώστια της νοσταλγίας
Στον ύπνο της η Χρυσάνθη είδε τη γιαγιά της. Φύσηξε τρεις φορές και τη σκέπασε με ένα κίτρινο σεντόνι. Είχε ξαναγίνει μικρή…
Άκουγε ακόμη στα αυτιά της τα λόγια από ένα βιβλίο:
«Τα βότσαλα… δείχνουν πως κάποια πράγματα μπορούν να είναι τέλεια σ’ αυτό τον κόσμο. Το καθένα απ’ αυτά έχει τη δική του ομορφιά, τη δική του χάρη. Έχουν τη δική τους γλώσσα. Κάτι θέλουν να μας πουν…
…Η ομορφιά που έχουν τα βότσαλα στηρίζεται στο γεγονός ότι δεν σε δεσμεύουν, δεν χρειάζεται να δεθείς μαζί τους…
…Στέκονται ατάραχα στις ακροθαλασσιές. Σ’ όλα τα μέρη της γης υπάρχουν απίστευτης ομορφιάς βότσαλα και κοχύλια που σε περιμένουν. Ελπίζουν πως μια μέρα θα τα βρεις. Ελπίζουν και περιμένουν…»*
Ξύπνησε… Τι ήθελε να της πει η γιαγιά; Είναι ο Πρίγκιπας της ένα βότσαλο; Ή μήπως κάποιος που θέλει να την κρατήσει κοντά του, να τη δέσει πάνω του; Περπάτησε μέχρι το καινούργιο μικρό λιμανάκι στη λίμνη της λεμονάδας. Όλα της φαίνονταν τώρα κάπως υπερβολικά. Πιο απλή τη φανταζόταν την αγάπη: Σαν βότσαλο! Σαν ένα αυτάκι της Αφροδίτης πιασμένο από ένα κομμάτι πετονιάς…
Στις όχθες της λίμνης κάθισε και έκλαψε. Τα αλμυρά της δάκρυα θόλωναν το γλυκόπιοτο νερό με τις μικρές φέτες λεμονιού που κολυμπούσαν στην επιφάνειά του. Την έπνιγε τώρα αυτό το άρωμα που την έκανε αν φαντάζεται ακόμη και το φεγγάρι σαν ένα μεγάλο λεμόνι κομμένο στη μέση…
Θυμήθηκε πιο ευτυχισμένες μέρες. Με πολλά όμορφα βιβλία που της χάριζε ο Πρίγκιπας με τα κίτρινα πουλιά που έπλεκαν πλεξούδες στα μαλλιά της, με τις λεμονιές να γεννάνε στα κλαδιά τους παραμύθια που της τα διάβαζε τις νύχτες δίπλα στη φωτιά ο Πρίγκιπας με τη μελωδική φωνή του, δίπλα στη φωτιά, κάτω από τον μαγεμένο ουρανό με τα πολλά φεγγάρια…
Ένα βράδυ απογειώθηκαν στ’ αλήθεια και βρέθηκαν να κάθονται πλάτη –πλάτη σε ένα χρυσοκίτρινο μισοφέγγαρο. Ήταν εκείνη τη νύχτα που της είπε για το παραμύθι της Πούλιας και του Αυγερινού.
«Ήταν λέει δυο παιδιά: Η Πούλια και ο Αυγερινός. Και ζούσαν σε δυο γειτονικά αστέρια. Το αστέρι της Πούλιας ήταν καθαρό και λαμπερό όσο κανένα. Του Αυγερινού ό,τι πιο βρόμικο μπορείτε να βάλετε στο νου σας. Πεταμένα ρούχα και φαγητά, σκόνη παντού, ξερά, απότιστα φυτά… Μια θλίψη. Στο τέλος το αστέρι φαινόταν να έχει χαθεί από τον ουρανό.
Η Βασίλισσα των Αστεριών, κάλεσε τότε τις Νεράιδες και τις ρώτησε τι είχε συμβεί. Στην αρχή της έκρυβαν την αλήθεια –βλέπετε αγαπούσαν πολύ τον Αυγερινό που μπορεί να βαριόταν να καθαρίσει, αλλά είχε χρυσή καρδιά… Αναγκάστηκαν να της τα πουν όλα και τότε Εκείνη πήρε το Άρμα της με τα έξι χρυσά άλογα και πήγε στο αστέρι. Ο Αυγερινός τα ‘χασε όταν την είδε. Αυτή χωρίς πολλά- πολλά του είπε πως αν σε μια εβδομάδα το αστέρι του δεν είχε γίνει το πιο λαμπερό, θα τον έδιωχνε από τον ουρανό…
Όταν έφυγε ο Αυγερινός βυθίστηκε στην απελπισία. Η Πούλια, που τα είχε δει όλα από το αστεράκι της αποφάσισε να τον βοηθήσει. Τον φώναξε και του το είπε. Ο Αυγερινός αναθάρρησε. Η νοικοκυροσύνη της Πούλιας ήταν φανερή και γνωστή σε όλο το Βασίλειο των Αστεριών. Του έβαλε όμως έναν όρο. Θα άρχιζε μόνος του να καθαρίζει το αστέρι του. Μόνο αν έδειχνε πως πραγματικά ήθελε να το κάνει όμορφο θα τον βοηθούσε. «Μη σκεφτείς πως θα το καθαρίσω εγώ για σένα. Ακόμη κι αν ήθελα η Βασίλισσα θα το καταλάβαινε».
Έτσι έγινε και ο Αυγερινός στρώθηκε στη δουλειά. Από τη δεύτερη μέρα τον βοηθούσε και η Πούλια. Σε μια εβδομάδα το αστέρι άστραφτε στον ουρανό όπως ποτέ άλλοτε… Η Βασίλισσα δεν άργησε να φτάσει με το άρμα της. Είχε ήδη ένα τεράστιο χαμόγελο που πλάταινε ακόμη περισσότερο καθώς περπατούσε στους φροντισμένους κήπους του Αυγερινού. Έκοψε λίγα Δειλινά και τα μύριζε…
«Θέλω να σου χαρίσω κάτι», είπε. «Τι θέλεις;»
Ο Αυγερινός κοκκίνισε και λέξη δεν έβγαινε από το στόμα του.
«Τι έπαθες; Έχασες τη μιλιά σου;»
«Θέλω… θέλω…»
«Ναι;»
«…την Πούλια για γυναίκα μου!»
Η Βασίλισσα γέλασε «Αυτό δεν είναι ένα δώρο που μπορώ να σου κάνω εγώ. Πρέπει να το θέλει εκείνη… Πούλια;»
«…»
«Τι έχεις να πεις; Άκουσες τι είπε ο Αυγερινός; Θέλεις εσύ να γίνεις γυναίκα του;»
«…ναι», είπε δειλά η Πούλια και ίσα που ακούστηκε. Αυτό όμως αρκούσε για να λάμψει ο Αυγερινός περισσότερο και από το αστέρι του.
Έγιναν οι γάμοι σε λίγο καιρό και το δώρο της Βασίλισσας ήταν να ενώσει τα αστέρια τους. Έτσι δημιουργήθηκε το πιο λαμπερό αστέρι στον ουρανό. Βγαίνει πρώτο το σούρουπο να μας προετοιμάσει για τη νύχτα που έρχεται… Το πρωί είναι το τελευταίο που μένει για να μας κάνει συντροφιά όταν ξυπνάμε. Το βράδυ το λέμε Πούλια και το πρωί Αυγερινό… Όσοι αγαπούν το λένε Αφροδίτη!»
Ήταν η πιο όμορφη νύχτα που είχε ζήσει η Χρυσάνθη στο νησί. Το άλλο πρωί είχε βρει ένα αυτάκι της Αφροδίτης και το καρφίτσωσε στα μαλλιά της…
Όμως τώρα είχε πάθει αυτή την αρρώστια της νοσταλγίας και όλα της φαίνονταν άνοστα. Με μια ξαφνική κακία έβγαλε το αυτάκι από τα μαλλιά της και το πέταξε στη Λίμνη της Λεμονάδας…
Μετά γύρισε την πλάτη της και απομακρύνθηκε. Έτσι δεν είδε ότι κάποιος εμφανίστηκε πίσω από τις λεμονιές, όταν σιγουρεύτηκε ότι είχε φύγει… Ήταν ο Κινέζος! Θλιμμένος από τα δάκρυα της Πριγκίπισσας βούτηξε στη λίμνη. Βουτούσε ξανά και ξανά μέχρι που βρήκε αυτό που ζητούσε. Δεν ήταν άλλο από το αυτάκι της Αφροδίτης που πέταξε μέσα στο θυμό της η Πριγκίπισσα. Κάπως ανακουφισμένος ο Κινέζος εξαφανίστηκε αθόρυβα κρατώντας το στα χέρια του σαν πολύτιμο φυλακτό…
…Με το φεγγάρι στα μαλλιά…
Ο Πρίγκιπας έβλεπε τη θλίψη της και σπάραζε η καρδιά του… Την ήθελε κοντά του, όμως δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν μπορούσε να ζήσει μακριά από το Νησί και τις λεμονιές του. Δεν μπορούσε και να φανταστεί τη ζωή του χωρίς τη Χρυσάνθη.
Το καταλάβαινε πως νοσταλγούσε την πατρίδα της, τους δικούς της. Θα μπορούσε να τη βοηθήσει και όπως ήρθε, έτσι μέσα σε μια νύχτα να πάει πίσω στη μακρινή της χώρα. Φοβόταν όμως πως δεν θα γύριζε ποτέ πίσω…
Μια βραδιά με Πανσέληνο κατάφερε να κατεβάσει για χάρη της το φεγγάρι από τον Ουρανό. Κράτησε μια μοσχοβολιστή μακριά πλεξούδα της στα χέρια του και με μια χρυσή αλυσιδίτσα κατάφερε να της φορέσει στα μαλλιά το χρυσό στεφάνι του φεγγαριού…
Εκείνη απορροφημένη από το βιβλίο που της είχε δώσει εκείνο το απόγευμα, το Λεμονοδάσος χαμένη στις περιπέτειες μιας δύσκολης αγάπης, αλλά και στη μορφή της ηρωίδας του βιβλίου με το παράξενο όνομα Βίργκω, δεν είχε καταλάβει τίποτε μέχρι που ένιωσε τη λάμψη να πέφτει στις λέξεις.
Σήκωσε τα μάτια της και είδε τα μάτια του Πρίγκιπα φωτισμένα από το φεγγάρι. Δεν ήθελε να βρίσκεται πουθενά αλλού. Φόβος, πίκρα, θλίψη, νοσταλγία έφυγαν σαν ελαφρόπετρες σε γαλανό νερό…
Βρέθηκε σε εκείνη τη μαγική στιγμή που είχε διαβάσει κάπου: παρελθόν, παρόν και μέλλον διασταυρώνονται μέχρι που φτιάχνουν ένα φωτεινό σώμα, μια ηλιακτίδα, μια γραμμή από φως που πέφτει σε ένα μόνο σημείο της γης για μια και μοναδική στιγμή. Η ακτίδα αυτή είχε πέσει τώρα πάνω τους…
…Της έλεγε τραγούδια για το φεγγάρι :
Μαργαριταρένια μου, φεγγαρολουσμένη
Χάρτινο το φεγγαράκι
Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι
Θα πιω απόψε το φεγγάρι
Το φεγγάρι είναι κόκκινο
Με τα φεγγάρια χάνομαι
…Νύχτα ασημένια κι η κάθε μου η έννοια σ’ απόχη μεταξένια από ξανθά μαλλιά. Γλυκοχαράζει…
…Τραγούδια μέχρι την αυγή… Αγκαλιασμένοι με τη θάλασσα να βρέχει τα πόδια τους. Με το αβάσταχτο άρωμα των λεμονανθών να τους σκεπάζει. Αποκοιμήθηκαν…
Τα όνειρα τους ήταν τρυφερά. Εκείνος την είδε μικρή, όπως δεν την είχε γνωρίσει ποτέ παρά μόνο από τις περιγραφές του Κινέζου. Ένα κίτρινο περιστέρι ακουμπούσε απαλά στο χέρι της και ένα άλλο της έφερνε ένα αστέρι να δέσει στο λαιμό της. Ένα κίτρινο μισοφέγγαρο της γελούσε από τον ουρανό…
Η Χρυσάνθη είδε τους δυο τους πάνω σε ένα σύννεφο φτιαγμένο από νότες και μουσική σαν απαλό πουπουλένιο μαξιλάρι… Ήταν κι οι δυο μικρά παιδιά. Η Χρυσάνθη είχε απλώσει στους δυο πύργους του παλατιού τα ρούχα της και φορούσε κόκκινη μπλούζα και πράσινη φούστα. Ρούχα από ένα παραμύθι για φράουλες και φραουλόπουλα… Ρούχα που θα την έκαναν να κλάψει, αλλά στο όνειρό της δεν την ένοιαζε… Δίπλα στα ρούχα της έσταζε υγρό ένα μπλουτζίν του Πρίγκιπα και πιο κει ένα κίτρινο μισοφέγγαρο. Τα νερά από τα απλωμένα ρούχα και το φεγγάρι πότιζαν μερικές γλάστρες. Σύντομα ξεφύτρωσαν πολύχρωμα λουλούδια που άρχισαν να ανεβαίνουν στον ουρανό….
…Πίσω από τις μπανανιές ξεπρόβαλε το μελαγχολικό πρόσωπο του Κινέζου… Μόλις είδε τα πλατιά χαμόγελα των δυο κοιμισμένων φίλων του, η μελαγχολία έσβησε από το πρόσωπό του, λες και φάνηκε μέσα σε μια βαριά συννεφιασμένη μέρα ο πιο λαμπερός ήλιος…
Έπιασε απαλά με τα δάχτυλά του το αυτάκι της Αφροδίτης που είχε κρεμάσει στο λαιμό του με μια πετονιά, το φύσηξε απαλά κι ύστερα το φίλησε σαν φυλακτό. Πριν το εξαφανίσει κάτω από το λευκό του πουκάμισο, το φίλντισι από το κοχύλι έλαμψε από μια ακτίδα του ήλιου.
Η ακτίδα αυτή έφυγε από το κοχύλι και έπεσε απαλά πάνω στο πρόσωπο της Χρυσάνθης. Άνοιξε για λίγο τα μάτια της, είδε τον Πρίγκιπα ξαπλωμένο δίπλα της και κοιμήθηκε πάλι γαλήνια…
…Μια σταγόνα κόκκινο…
«Αν ξαπλώσεις σε ένα αυτάκι της Αφροδίτης, η θάλασσα μπορεί να γίνει ο ουρανός σου...», είπε αινιγματικά η γιαγιά στην Πριγκίπισσα χωρίς όνομα και σταμάτησε να μιλάει.
«Στέγνωσε το στόμα μου», πρόσθεσε ύστερα από λίγο. Προσγειώθηκαν κι οι δυο τους στην πραγματικότητα. Ένα αεράκι φύσηξε από το ανοικτό παράθυρο κι έδιωξε τη μυρωδιά Λεμονοδάσους που είχε τρυπώσει παντού.
«Μα πες μου τι έγινε μετά! Θα μείνει στο νησί; Ο Κινέζος γιατί κρύβεται; Και τι είναι αυτό με το αυτάκι;» Η Πριγκίπισσα βομβάρδισε τη γιαγιά της, όμως εκείνη αν και γελαστή ήταν ανένδοτη.
«Κάθε πράγμα στον καιρό του. Θα χαλάσουν οι ντομάτες μου αν τις αφήσω κι άλλο στο περιβόλι. Θα πάμε να τις μαζέψουμε και θα φτιάξουμε την αγαπημένη σου κόκκινη σάλτσα!»
Τι γιαγιά θα ήταν αν δεν ήξερε την αγαπημένη λιχουδιά της εγγονής της; Κι οι δυο τους λάτρευαν τις ντομάτες και το άρωμα της κόκκινης σάλτσας που σιγοβράζει.
Βουτούσαν τη ξύλινη κουτάλα κάθε τόσο, δήθεν για να δοκιμάσουν αν ήταν έτοιμη…
Οι ντομάτες νίκησαν λοιπόν κατά κράτος τα λεμόνια και βρέθηκαν οι δυο τους να τις μαζεύουν στο περιβόλι και μετά να τις ξεφλουδίζουν, να τις κόβουν σε μικρά κομμάτια, να προσθέτουν τα μαγικά υλικά της γιαγιάς, δυόσμο, βασιλικό, σκόρδο και πιπεριές: Όλα από τον κήπο της…
Η κόκκινη κουζίνα μοσχοβολούσε… Γέμισαν δεκάδες γυάλινα βάζα και τα άπλωσαν παντού… Στο μεταξύ είχαν φτιάξει και μια μακαρονάδα για να δοκιμάσουν στ’ αλήθεια τη σάλτσα τους… Έτριψαν από πάνω την αγαπημένη τους παρμεζάνα και έφαγαν με μεγάλη όρεξη.
Κάθισαν στο μπαλκόνι και η γιαγιά ήπιε το μυρωδάτο καφέ της, ενώ η πριγκίπισσα έτρωγε γλυκό τριαντάφυλλο. Τα τραγανά ροδοπέταλα σκορπούσαν το άρωμα στο στόμα της φέρνοντας έναν αέρα απ’ όλα τα όμορφα που ήταν να συμβούν στο μέλλον…
Μόνο τότε η γιαγιά της, έπιασε πάλι το νήμα και συνέχισε το Κίτρινο Παραμύθι της…
«…Ήταν ο τελευταίος ήρεμος ύπνος… Ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά όταν σηκώθηκαν. Πήγαν στη λίμνη και ρούφηξαν αχόρταγα λεμονάδα, μέχρι που φούσκωσε το στομάχι τους. Ήρεμη και σίγουρη πια για την αγάπη του, η Χρυσάνθη είπε στον Πρίγκιπα πως ήθελε να επισκεφθεί τους δικούς της. Να τους εξηγήσει τι συμβαίνει. Να τους μιλήσει για την αγάπη τους. Θα γυρνούσε σύντομα κοντά του και θα έμεναν για πάντα μαζί.
Αντί για τη χαρά, είδε το πρόσωπο του Πρίγκιπα να σκληραίνει. Με κάθε λέξη που του έλεγε το βλέμμα του πάγωνε, όλο και περισσότερο…
«Δεν έχεις να πας πουθενά», της είπε μέσα από τα δόντια του. Γύρισε την πλάτη του και έφυγε χωρίς να προσθέσει τίποτε άλλο.
Η Χρυσάνθη ήταν απελπισμένη… Σηκώθηκε κι έκανε να ακολουθήσει τον Πρίγκιπα που χανόταν μέσα στις λεμονιές. Δεν πρόσεχε που πήγαινε. Χτύπησε σε ένα κλαδί και το αγκάθι της λεμονιάς χάραξε λίγο το μέτωπό της. Βγήκε μια μικρή σταγονίτσα αίμα που διστακτικά κύλησε στη γη…
...Κολοκυθολέλουδα...
…Μια σκιά έπεσε πάνω της. Γύρισε τρομαγμένη. Δεν ήταν όμως άλλος από τον Κινέζο. Ανακουφισμένη που έβλεπε επιτέλους κάποιον άλλο άνθρωπο, ένα γνώριμό της πρόσωπο, έπεσε στην αγκαλιά του που μύριζε φρεσκοκομμένα στάχια και ρύζι που κοχλάζει καθησυχαστικά σε πήλινο τσουκάλι…
Δεν χρειάστηκε να του πει τίποτα. Ο Κινέζος φαινόταν να έχει μια παμπάλαια σοφία κι ας ήταν στην ηλικία της. Ξαφνικά κατάλαβε πως δεν ήξερε ούτε το όνομά του! Γι’ αυτήν χρόνια και χρόνια ήταν ο Κινέζος. Ένα χαμόγελο κάτω από ψάθινο καπέλο. Παιδί, έφηβος, παλικάρι. Στην αρχή με τον πατέρα του και μετά μόνος του. Με τα πιο όμορφα κίτρινα πράγματα από τη μακρινή πατρίδα του… Θυμήθηκε τις κίτρινες μεταξωτές πιτζάμες που της χάριζαν τον πιο τρυφερό ύπνο. Ντράπηκε…
«Πώς σε λένε;» ρώτησε ξαφνικά
«Leung Chiu Wai», της απάντησε αυτός χαμογελώντας…
«Πώς;»
«Λενγκ Τσου Βάι θα με λέγατε στη χώρα σου… Μπορείς να με λες Βάι, αν θες…»
Το χαμόγελο του έδιωχνε το βάρος από την καρδιά της. Αυτός σα να μάντευε τις σκέψεις της, της είπε νέα από την πατρίδα της…
Οι γονείς της ήταν καλά, ο αδερφός της έτοιμος να παντρευτεί την αγαπημένη του, η γιαγιά της μέσα στη καλή χαρά. «Τα καλύτερα θα έρθουν σύντομα» λέει σε όλους τριγυρίζοντας στο παλάτι. Στολίζει τα δωμάτια με μαργαρίτες και χρυσάνθεμα…
«Τα αγαπημένα μου!», είπε η Χρυσάνθη…
«Έχει μαζέψει και αγκαλιές βάλσαμο και φτιάχνει βαλσαμόλαδο». Μοιράζει σε όλους τους ανθρώπους του παλατιού. Μου έδωσε ένα μπουκαλάκι να σου φέρω…»
«Μα…»
«Που το ξέρει; Της τα είπα όλα να μην ανησυχεί… Αυτή με έστειλε κοντά σου να σου φέρω αυτό το μπουκαλάκι. Μου είπε πως θα περάσεις στενοχώρια, αλλά θα σου φύγει γρήγορα… Μου είπε να πάρω ένα σακουλάκι με ρύζι, μου έδωσε ένα άλλο πάνινο σακουλάκι με μυρωδικά και μου ζήτησε να μαζέψω φρέσκους κολοκυθανθούς την αυγή»
Ο Βάι άνοιξε το πανέρι που κουβαλούσε κι έβγαλε τους θησαυρούς που έστελνε η γιαγιά της.
«Μου χρειάζεται ένα…»
«…Γουόκ;». Ο Βάι σαν ταχυδακτυλουργός έβγαλε το παράξενο βαθύ τηγάνι από τη τσάντα του…
«Θα ανάψεις φωτιά;» είπε η Χρυσάνθη «Θα φτιάξω λουλούδια γεμιστά. Η γιαγιά μου έβαλε όλα τα υλικά στη σακκούλα. Μόνο που οι ντομάτες είναι λιαστές και αντί για απλό λάδι θα βάλω βαλσαμόλαδο»
Κι ήταν ξαφνικά σα να είδε μπροστά της το χαρτί από το τετράδιο με τις καλοκαιρινές συνταγές της γιαγιάς. Στη σελίδα αυτή η Χρυσάνθη είχε ζωγραφίσει ένα χαμογελαστό κοριτσίστικο πρόσωπο: Το δικό της…
Ανθοί κολοκυθιού γεμιστοί (κολοκυθολέλουδα)
Υλικά
40 λουλούδια
1 ματσάκι μαϊντανός
3 μεγάλα κρεμμύδια
1 ποτήρι του νερού ελαιόλαδο
1 ½ ποτήρι ρύζι
2+ 1 τομάτες
Αλάτι & πιπέρι
(Ανάλογα με τα γούστα μπορούμε να προσθέσουμε και άλλα μυρωδικά της αρεσκείας μας, όπως δυόσμο, βασιλικό κ.α.)
Εκτέλεση
Πλένουμε τα λουλούδια. Φτιάχνουμε το μίγμα με όλα μας τα υλικά, εκτός από τη μια τομάτα και το 1/3 του ελαιόλαδου. Γεμίζουμε και κλείνουμε τα λουλούδια. Τα στρώνουμε στο ταψί που έχουμε αλείψει με ελαιόλαδο. Ρίχνουμε από πάνω τους το υπόλοιπο ελαιόλαδο και μια μεγάλη τομάτα που έχουμε περάσει στον τρίφτη. Προσθέτουμε ένα ποτήρι νερό και ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο για 1 ½ ώρα, στους 180ο .
--------------------------------------------
Η διαφορά ήταν πως τώρα θα το έφτιαχναν στο γουοκ.
Για να δούμε… Ο Βάι την διαβεβαίωσε πως κοίλος πάτος έχει την ιδιότητα να μοιράζει παντού σωστά τη θερμοκρασία σε όλο το τηγάνι. Έτσι το φαγητό ψήνετια ομοιόμορφα και χρειάζεται λίγο λάδι.
«Ετοίμασέ τα εσύ, κι εγώ θα αναλάβω το ψήσιμο… Έχω φέρει και κίτρινο κρασί», είπε πονηρά…
Η Χρυσάνθη ανάλαφρη γέλασε με την καρδιά της. Σε έναν κομμένο κορμό από φοινικόδεντρο άπλωνε και τύλιγε ένα- ένα τα λουλούδια. Μετά τα τοποθετούσε με στοργή μέσα στο βαθύ τηγάνι, σαν μωρά στη κούνια τους…
Ο Βάι πρόσεχε το τηγάνι και σέρβιρε από ένα δαχτυλάκι κίτρινο κρασί, καθώς περίμεναν να γίνει το φαγητό… Σε λίγο η μυρωδιά του είχε σκεπάσει το άρωμα των λεμονανθών…
Το μυαλό της Χρυσάνθης ταξίδεψε σε χαμογελαστά πρωινά, σε ατέλειωτα παιχνίδια σε λιβάδια με μαργαρίτες και χαμομήλια, σε βράδια με κίτρινα αστέρια να πλημμυρίζουν τον ουρανό.
Όταν ο Βάι έσκυψε με το πιρούνι του να πιάσει τον πρώτο ανθό να δοκιμάσουν αν είναι έτοιμος, κάτι μικρό κι αστραφτερό κύλησε από το πουκάμισο του και αιωρήθηκε πάνω από τους αχνούς των λουλουδιών. Το αυτάκι της Αφροδίτης πιασμένο σε μια πετονιά! Αυτό που είχε πετάξει με θυμό στη Λίμνη της Λεμονάδας. Η έκπληξη της ήταν μεγάλη, αλλά δεν είπε τίποτα.
Ο Βάι το έκρυψε γρήγορα- γρήγορα, πιστεύοντας πως δεν το είχε δει η Χρυσάνθη…
Έκοψε ένα λουλούδι στη μέση. Μια έκρηξη από καλοκαιρινά αρώματα. Τα μάτια τους συναντήθηκαν και η Χρυσάνθη είχε όλες τις απαντήσεις μπροστά της. Και επιτέλους μπόρεσε να τις διαβάσει…
Μοιράστηκαν το λουλούδι. Το λάδι του βάλσαμου απλώθηκε γοργά στα σώματά τους…
Έφαγαν όλα τα λουλούδια μοιράζοντάς τα στη μέση. Μπουκιά τη μπουκιά.
«Νομίζω ότι πρέπει να φύγουμε τώρα», είπε η Χρυσάνθη. Δεν χρειάστηκε να πει άλλη λέξη και ο πράσινος δράκος που την είχε φέρει στο νησί εμφανίστηκε μπροστά τους. Ο Βάι κάτι ψιθύρισε στο αυτί του, ανέβηκαν στη ράχη του και εκτοξεύτηκαν στον ουρανό…
Τα μάτια της Χρυσάνθης ήταν υγρά μα ένιωθε και μια ατέλειωτη ανακούφιση. Ένα κομμάτι της καρδιάς της είχε κλείσει μέσα της τον Πρίγκιπα του Λεμονοδάσους. Έβλεπε κάτω τα δυο νησιά κι ήξερε ότι θα γύριζαν πάντα στα όνειρά της…
«Αν αγαπάς κάποιον άφησέ τον ελεύθερο», έγραψε στην άμμο λίγο πριν φύγει…
Επίλογος
«Καλά το κατάλαβες. Παντρεύτηκε τον Κινέζο. Ταξίδεψαν πολύ. Αυτός της είπε πως την αγαπούσε πάντα. Από τότε που την είδε κλαμένη για πρώτη φορά. Πως πίστεψε ότι μαζί του δεν θα ήταν ευτυχισμένη. Πως δεν ταιριάζανε. Πως την αγαπούσε τόσο που ήθελε να βρει το ιδανικό ταίρι. Ποιος θα ήταν καλύτερος από τον Πρίγκιπα του Λεμονοδάσους; Σπάραξε η καρδιά του όταν της έδωσε το κίτρινο κρασί και την έστειλε στη ράχη του αγαπημένου του δράκου στα Δυο Νησιά. Όταν την είδε να ποτίζει με τα δάκρυά της τη Λίμνη και να πετάει το αυτάκι της Αφροδίτης, κατάλαβε πως είχε κάνει λάθος…»
Η Πριγκίπισσα χωρίς όνομα δεν μπορούσε να δεχτεί αυτά που έλεγε η γιαγιά της. «Δεν μου άρεσε τελικά το παραμύθι σου», της είπε πεισματάρικα.
«Νομίζω πως είσαι μικρή ακόμη για να το καταλάβεις…» απάντησε η γιαγιά
Αυτό τη θύμωσε περισσότερο: «Δεν είμαι μικρή!»
Η γιαγιά δαγκώθηκε και κατέφυγε σε πονηρά κόλπα:
«Τέλος πάντων! Έχει μείνει λίγο ακόμη γλυκό κερασάκι. Τι λες να το τελειώναμε;»
Αχ γιαγιά, τόσο σοφή δεν έχεις μάθει πως δεν δωροδοκούμε τα παιδιά;
Η γιαγιά κοίταξε προς το Βορρά και είδε μια γυναίκα να ζωγραφίζει ανακατεύοντας τα όμορφα χρώματά της…
Μετά κοίταξε στο Νότο: Κάποιος πάλευε να γράψει μια ιστορία και την ίδια ώρα μπερδευόταν ο ίδιος…
Τότε, σα να μιλούσε μόνη της, είπε:
«Τίποτε δεν χάνεται από μια αληθινή αγάπη. Ακόμη κι αν έχει κρατήσει όσο το άναμμα ενός σπίρτου...κι αν δείτε ποτέ τιρκουάζ θάλασσες, που δεν μπορείτε να πιστέψετε ότι το καθάριο χρώμα τους είναι αληθινό, να ξέρετε : είναι οι παραλίες που κοιμήθηκαν αγκαλιά η Χρυσάνθη και ο πρίγκιπάς της. Το τζιν του βλέπετε, ξεβάφει...»
ΤΕΛΟΣ
*Περιχάν Μαγκντέν, Η ανάσα τους πίσω μας, Μελάνι, μετάφραση Ιω Τσόκωνα
Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010
Ο Pierre Rey, ο Lacan, ο γλάρος και η ...κρίση ηλικίας!
Ομολογώ πως με δυσκολεύει ο Λακάν. Δεν έχω διαβάσει δικό του έργο και τον γνώρισα μέσα από τον Αλτουσέρ και το κείμενό του Φρόυντ και Λακάν, από τις περίφημες Θέσεις- βιβλίο που θεωρώ απαράιτητο για όποιον θέλει να μην είναι πολιτικά αναλφάβητος, πέρα από συμφωνίες και διαφωνίες...
Το βιβλίο του Pierre Rey Συναντήσεις με τον Λακάν (Κέδρος), μου έδωσε το ερέθισμα για μια νέα απόπειρα προσέγγισης, έστω και δια της πλαγίας οδού. Κλείνοντας το βιβλίο, ένιωσα πλουσιότερος. Συμφώνησα, διαφώνησα, κατέληξα σε διάλογο με τον εαυτό μου...
Ένιωσα να με σπρώχνουν απαλά στο να καταλάβω τι θέλω και ποιός είμαι στην πραγματικότητα...
Νιώθω παράξενα όταν διαβάζω πως ο συγγραφέας έχει πεθάνει πριν από τέσσερα χρόνια. Και απορώ που ξαφνικά ανακαλύπτω μέσα στο βιβλίο ολόκληρα κομμάτια που είναι λες και κατέγραψε τις σκέψεις μου.
Άλλες φορές πάλι μου άνοιξε δρόμους. Όπως με το έσχατο επιχείρημα υπέρ της ψυχανάλυσης -απάντηση σε όσους αμφιβάλλουν για τη χρησιμότητά της:
Η προοπτική του να πεθάνεις λιγότερο ηλίθιος, από μόνη της, θα έπρεπε να εξαλείφει κάθε αμφιβολία
Κάθε βιβλίο, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο συγγραφέας επισημαίνει, έχει διαφορετικό ρόλο ανάλογα με το πότε το διαβάζεις. Είπα λοιπόν στη φίλη μου τη Θεοδοσία που είχε έρθει από το γραφείο και ίσως τώρα να έχει κι η ίδια αγοράσει το βιβλίο και να το διαβάζει, ότι μερικά πράγματα δεν μπορεί κάποιος να τα καταλάβει και ως απόδειξη της διάβασα:
«...Την εποχή που είναι νέος, κανείς δεν ξέρει ότι είναι νέος. Θα το μάθει αργότερα μεγαλώνοντας: θα ξέρει ότι υπήρξε χωρίς να έχει μάθει πότε ήταν.
Διότι τα νιάτα είναι μια επινόηση των γηρατειών.
Σε αντίθεση με το πραγματικό που χάνεται όταν το ονοματίζουμε, τα νιάτα δεν υπάρχουν παρά μόνο μέσω των λέξεων που επικαλείται κανείς για αν τα περιγράψει.
Ούτως ειπείν, δεν γίνονται κατανοητά παρά μόνο όταν δεν υπάρχουν, στο αρνητικό τους, ως τίτλος απουσίας. Να μην καπνίζεις πια, να μην πίνεις πια, να μην τρέχεις πια αν μην ερωτεύεσαι, τόσοι ευνουχισμοί που μας αποστραγγίζουν, σταγόνα σταγόνα, για να μας προετοιμάσουν καλύτερα για το θάνατο αυτού που υπήρξε η ζωή...»
Θα μπορούσε να είναι μια ανάρτηση στο μπλογκ μου σκέφτηκα, όταν το διάβασα και γύρισα πίσω σε κάτι που είχα γράψει πριν γνωρίσω τον Pierre Rey μόνο λίγες μέρες νωρίτερα: Ήταν ανάγκη να συμβεί και σε μένα;
Αν ρίξετε μια ματιά θα βρείτε κι οι ίδιοι τις αναλογίες...
...και μετά πέφτω σε ένα άλλο απόσπασμα, που με προβληματίζει στα έντονα διλήμματά μου που συμπίπτουν με την... κρίση ηλικίας η οποία αρχίζει να με καταδυναστεύει:
"…με το να αποφασίσει να ζήσει την επιθυμία του, αντίθετα με ότι του ενσταλάχθηκε ως πολιτιστικός κώδικας όπου είχαν εγγραφεί, χωρίς τη θέλησή του, η θέση του και η πορεία του σε αυτήν τη ζωή, θα φύγει πληρώνοντας το τίμημα της ενδεχόμενης σωτηρίας του με τις κατάρες των δικών του, τη γενική αποδοκιμασία και μια υποβάθμιση στην κοινωνική κλίμακα.
Αυτό είναι το πιθανό τίμημα..."
Κοιτάζω τη φωτογραφία του συγγραφέα με το γλάρο με φόντο την αγαπημένη του Κυανή Ακτή... Μια Αυγουστιάτικη μελαγχολία με πιάνει. Αλλά και μια αισιοδοξία: Το πρώτο βήμα για να αλλάξεις είναι να καταλάβεις... και ναι: Από το μακρινό πια 1989 που γράφτηκε το βιβλίο μου στέλνει το δικό του μήνυμα...
...Τότε που εγώ στρατιώτης στη Λέρο ζούσα άλλη μια κρίση ηλικίας, αλλά τελείως διαφορετική, αναζητώντας πάντως νέους δρόμους που με έφεραν στο μάλλον αναπάντεχο σήμερα...
Η αναγγελία θανάτου τουPierre Rey
...και μερικοί στίχοι στα γαλλικά, νομίζω κατανοητοί για όσους γνωρίζουν στοιχειωδώς τη γλώσσα:
Pierre REY
C’est du Bleu, c’est du Ritz
C’est du Palm et du Beach
C’est Out et c’est in
Pierre REY
C’est Ava, c’est Gardner
C’est Ombre et lumière
Paradis ou enfer
Y’a des jours qui sont gris
Des jours à déprimer
Je les ai tous sortis
De mon calendrier
Y’a des jours qui sont gais
Des jours qui font rêver
A une histoire vraie
D’un roman de Pierre REY
Pierre REY
C’est Sunset et cartoon
Opéra pour un Fou
C’est le jeu et le nous
Pierre REY
C’est le Grec, c’est du sang
Un Rocher au printemps
Une saison chez Lacan
Το βιβλίο του Pierre Rey Συναντήσεις με τον Λακάν (Κέδρος), μου έδωσε το ερέθισμα για μια νέα απόπειρα προσέγγισης, έστω και δια της πλαγίας οδού. Κλείνοντας το βιβλίο, ένιωσα πλουσιότερος. Συμφώνησα, διαφώνησα, κατέληξα σε διάλογο με τον εαυτό μου...
Ένιωσα να με σπρώχνουν απαλά στο να καταλάβω τι θέλω και ποιός είμαι στην πραγματικότητα...
Νιώθω παράξενα όταν διαβάζω πως ο συγγραφέας έχει πεθάνει πριν από τέσσερα χρόνια. Και απορώ που ξαφνικά ανακαλύπτω μέσα στο βιβλίο ολόκληρα κομμάτια που είναι λες και κατέγραψε τις σκέψεις μου.
Άλλες φορές πάλι μου άνοιξε δρόμους. Όπως με το έσχατο επιχείρημα υπέρ της ψυχανάλυσης -απάντηση σε όσους αμφιβάλλουν για τη χρησιμότητά της:
Η προοπτική του να πεθάνεις λιγότερο ηλίθιος, από μόνη της, θα έπρεπε να εξαλείφει κάθε αμφιβολία
Κάθε βιβλίο, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο συγγραφέας επισημαίνει, έχει διαφορετικό ρόλο ανάλογα με το πότε το διαβάζεις. Είπα λοιπόν στη φίλη μου τη Θεοδοσία που είχε έρθει από το γραφείο και ίσως τώρα να έχει κι η ίδια αγοράσει το βιβλίο και να το διαβάζει, ότι μερικά πράγματα δεν μπορεί κάποιος να τα καταλάβει και ως απόδειξη της διάβασα:
«...Την εποχή που είναι νέος, κανείς δεν ξέρει ότι είναι νέος. Θα το μάθει αργότερα μεγαλώνοντας: θα ξέρει ότι υπήρξε χωρίς να έχει μάθει πότε ήταν.
Διότι τα νιάτα είναι μια επινόηση των γηρατειών.
Σε αντίθεση με το πραγματικό που χάνεται όταν το ονοματίζουμε, τα νιάτα δεν υπάρχουν παρά μόνο μέσω των λέξεων που επικαλείται κανείς για αν τα περιγράψει.
Ούτως ειπείν, δεν γίνονται κατανοητά παρά μόνο όταν δεν υπάρχουν, στο αρνητικό τους, ως τίτλος απουσίας. Να μην καπνίζεις πια, να μην πίνεις πια, να μην τρέχεις πια αν μην ερωτεύεσαι, τόσοι ευνουχισμοί που μας αποστραγγίζουν, σταγόνα σταγόνα, για να μας προετοιμάσουν καλύτερα για το θάνατο αυτού που υπήρξε η ζωή...»
Θα μπορούσε να είναι μια ανάρτηση στο μπλογκ μου σκέφτηκα, όταν το διάβασα και γύρισα πίσω σε κάτι που είχα γράψει πριν γνωρίσω τον Pierre Rey μόνο λίγες μέρες νωρίτερα: Ήταν ανάγκη να συμβεί και σε μένα;
Αν ρίξετε μια ματιά θα βρείτε κι οι ίδιοι τις αναλογίες...
...και μετά πέφτω σε ένα άλλο απόσπασμα, που με προβληματίζει στα έντονα διλήμματά μου που συμπίπτουν με την... κρίση ηλικίας η οποία αρχίζει να με καταδυναστεύει:
"…με το να αποφασίσει να ζήσει την επιθυμία του, αντίθετα με ότι του ενσταλάχθηκε ως πολιτιστικός κώδικας όπου είχαν εγγραφεί, χωρίς τη θέλησή του, η θέση του και η πορεία του σε αυτήν τη ζωή, θα φύγει πληρώνοντας το τίμημα της ενδεχόμενης σωτηρίας του με τις κατάρες των δικών του, τη γενική αποδοκιμασία και μια υποβάθμιση στην κοινωνική κλίμακα.
Αυτό είναι το πιθανό τίμημα..."
Κοιτάζω τη φωτογραφία του συγγραφέα με το γλάρο με φόντο την αγαπημένη του Κυανή Ακτή... Μια Αυγουστιάτικη μελαγχολία με πιάνει. Αλλά και μια αισιοδοξία: Το πρώτο βήμα για να αλλάξεις είναι να καταλάβεις... και ναι: Από το μακρινό πια 1989 που γράφτηκε το βιβλίο μου στέλνει το δικό του μήνυμα...
...Τότε που εγώ στρατιώτης στη Λέρο ζούσα άλλη μια κρίση ηλικίας, αλλά τελείως διαφορετική, αναζητώντας πάντως νέους δρόμους που με έφεραν στο μάλλον αναπάντεχο σήμερα...
Η αναγγελία θανάτου τουPierre Rey
...και μερικοί στίχοι στα γαλλικά, νομίζω κατανοητοί για όσους γνωρίζουν στοιχειωδώς τη γλώσσα:
Pierre REY
C’est du Bleu, c’est du Ritz
C’est du Palm et du Beach
C’est Out et c’est in
Pierre REY
C’est Ava, c’est Gardner
C’est Ombre et lumière
Paradis ou enfer
Y’a des jours qui sont gris
Des jours à déprimer
Je les ai tous sortis
De mon calendrier
Y’a des jours qui sont gais
Des jours qui font rêver
A une histoire vraie
D’un roman de Pierre REY
Pierre REY
C’est Sunset et cartoon
Opéra pour un Fou
C’est le jeu et le nous
Pierre REY
C’est le Grec, c’est du sang
Un Rocher au printemps
Une saison chez Lacan
Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010
Τα ταξίδια μου έδωσαν με το παραπάνω ότι ζήτησα σ' αυτά!
Σήμερα ανακάλυψα τον Ουράνη... Εγώ δηλαδή δεν έκανα τίποτε γι' αυτό... Φρόντισε μια φίλη που μοιράστηκε κάποιες σκέψεις του μαζί μου. Κι είχα την παράξενη αίσθηση ότι τα λόγια του ήταν ακριβώς αυτά που θα έλεγα κι εγώ!
Αφορμή τα ταξίδια...
Ο Κώστας Ουράνης αντηχεί μέσα μου:
...και τα ταξίδια μου 'δώσαν - με το παραπάνω! - ό,τι ζήτησα σ'αυτά:
την αδιάκοπη ανανέωση του εαυτού μου, την απόδραση από τη νοικοκυρεμένη , μονότονη ζωή, μοτίβα έξαρσης της φαντασίας μου, εξαίσιες στιγμές πνευματικής και ψυχικής γοητείας και προπάντων, τη δυνατότητα να εξαπατώ, να βαυκαλίζω, με την αλλαγή τόπων, εντυπώσεων, συναισθημάτων, το ανικανοποίητο μιας ψυχής πλασμένης να θέλει, σχεδόν πάντα, 'κάτι άλλο' -χωρίς να ξέρει τι ακριβώς- απ 'ότι της προσφέρει η στιγμή, η ώρα που ζει...
Ακόμη. Λίγοι στίχοι και δυο ποιήματα:
Ψάχνω και διαβάζω...
Είναι όλα όσα βλέπουμε σ' αυτόν εδώ τον κόσμο
ένα όνειρο ατέλειωτο κρυμμένο μέσα σ' άλλο;
(Όνειρο μέσα σ' όνειρο)
Και η Αγάπη με το διάσημο στίχο της αν είναι να'ρθει θε να'ρθεί...
Δεν ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα
αν είναι να 'ρθει θε να 'ρθεί δίχως να νιώσεις από πού
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβησμένα
θε να σου κλείσει απαλά,με τ' άσπρα χέρια της τα δυο
τα μάτια που κουράστηκαν τους δρόμους να κοιτάνε,
κι όταν γελώντας να της πεις θα σε ρωτήσει:
"Ποια είμ'εγώ;"
απ' της καρδιάς στο σκίρτημα θα καταλάβεις ποια'ναι.
Δεν ωφελεί να καρτεράς...Αν είναι να 'ρθει θε να'ρθεί.
Κλειστά όλα να 'ναι,θα τη δεις άξαφνα μπρος σου να βρεθεί
κι ανοίγοντας τα χέρια της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.
Ειδέ, κι αν έχεις ανοιχτή την πόρτα για να τη δεχτείς,
και σαν φανεί τρέξεις σ'αυτή κι εμπρός στα πόδια της συρθείς
αν είναι να'ρθει θε να'ρθεί-αλλιώς θα προσπεράσει.
Περαστικές
Γυναίκες που σας είδα σ' ένα τραίνο
τη στιγμή που κινούσε γι άλλα μέρη'
γυναίκες που σας είδα σ' άλλου χέρι
με γέλιο να περνάτε ευτυχισμένο'
γυναίκες, σε μπαλκόνια να κοιτάτε
στο κενό μ' ένα βλέμμα ξεχασμένο,
ή από ένα πλοίο σαλπαρισμένο
μ'ένα μαντήλι αργά να χαιρετάτε:
να ξέρατε με πόση νοσταλγία,
στα δειλινά τα βροχερά και κρύα,
σας ξαναφέρνω στην αναμνησή μου,
γυναίκες, που περάσατε μιαν ώρα
απ ' τη ζωή μου μέσα -και που τώρα
κρατάτε μου στα ξένα την ψυχή μου!
Εδώ μπορείτε να βρείτε πολλά ακόμη ποιήματα...
Δευτέρα 9 Αυγούστου 2010
Η Μηχανή του Χρόνου στο Λαύριο, με χρώματα και μουσικές
Έγραφα για ταξίδια... Και να που μερικές φορές αρκεί να κάνεις μερικά βήματα για να περάσεις την πόρτα που σε οδηγεί σε ένα πολύτιμο "Αλλού". Έτσι χθες το βράδυ, διασχίζοντας το Δάσος του Κουβαρά βρεθήκαμε στο Λαύριο...
Πηγαίναμε για τη συναυλία της Καλλιόπης Βέττα με τον Γιάννη Κ. Ιωάννου & τον Νίκο Σιδέρη, ένα "Αφιέρωμα στη Μελοποιημένη Ποίηση", στο πλαίσιο του φεστιβάλ Κενταύρια 2010 στο Τεχνολογικό-Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου.
...Η Βίλλα Σερπίερη...
Μπαίνοντας στον απίστευτο χώρο, καθώς φθάσαμε λίγο νωρίτερα πήγαμε να επισκεφθούμε την έκθεση "Κοιτάσματα Τέχνης" που παρουσιάζει η Αίθουσα Τέχνης Καπλανών 5 στη Villa Serpieri.
Πραγματικά είναι μια καταπληκτική έκθεση, που αξίζει να την επισκεφθείτε. Έχετε άλλωστε το χρόνο αφού κείνει τις πύλες της στις 31 Αυγούστου. Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ
Να πω ότι όλοι σταθήκαμε λίγο παραπάνω στα έργα του Βασίλη Παπατσαρούχα... Εγώ στάθηκα αρκετά παραπάνω μπροστά στις Ομπρέλες της Δάφνης Αγγελίδου... Κι έκανα ένα μεγάλο ταξίδι πίσω στο χρόνο. Βλέπετε η Δάφνη -που έχω να τη δω χρόνια- είναι φίλη από την εποχή της εφηβείας. Μαζί της και με τον Περικλή και την Ελένη (αγαπημένα ξαδέλφια)μοιραστήκαμε τις πρώτες καλοκαιρινές μας διακοπές -μακριά από γονείς. 18 χρονών με σακίδια και σλίπινγκ μπαγκ πήραμε το πλοίο για μια μαγική Σαντορίνη... Κοιμηθήκαμε κάτω από τ' αστέρια σε Καμάρι και Περίσσα. Πήγαμε στο Ηφαίστειο, στη Θηρασιά, στην Ίο... Στην Οία ζήσαμε μαγικές στιγμές... Κάτω από τον καυτό ήλιο του μεσημεριού ήπιαμε απίστευτο σπιτικό κρασί σε ένα κελάρι....
Αριστερά στη φωτογραφία οι Ομπρέλες της Δάφνης...
...Γυρνάω στο σήμερα και ήδη υπνωτισμένος ακολουθώ τη μουσική, που με οδηγεί στην επόμενη έκπληξη της βραδιάς. Η Καλλιόπη Βέττα που δεν είχα ξανακούσει σε καταπληκτική ερμηνεία μελοποιημένων ποιητών.
...Καλλιόπη Βέττα και Γιάννης Ιωάννου...
Δυο Γαλλίδες που ήταν στη συντροφιά μας, παρά την άγνοια της γλώσσας μαγεύτηκαν... Ήταν μια μοναδική παρέλαση από αυτά που αγαπήσαμε... Ποιήματα, μουσικές και τραγούδια... Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος, Βάρναλης, Γκάτσος, Καβαδίας, Λόρκα... Εξαιρετικός και ο ηθοποιός Νίκος Σιδέρης που διάβαζε τα κείμενα μεταδίδοντας την ανατριχίλα τους... Ο κόσμος σιγοτραγουδούσε και έπαιρνε δύναμη, μέσα σε ένα χώρο όπου κάποτε συνθλίβονταν η εργατική τάξη για να πλουτίζουν οι ...αξιοσέβαστοι Σερπιέρηδες...
...Φύγαμε με μάτια υγρά και προσγειωθήκαμε στο μπαρ που βρίσκεται στο χώρο. Ήπια μοχίτο, ρουφώντας αναμνήσεις από τη Κούβα... Μιλήσαμε πολύ για το Γκάτσο...
...Η Δάφνη Αγγελίδου...
...κι άλλες ομπρέλες της από παλιότερη έκθεση...
Πηγαίναμε για τη συναυλία της Καλλιόπης Βέττα με τον Γιάννη Κ. Ιωάννου & τον Νίκο Σιδέρη, ένα "Αφιέρωμα στη Μελοποιημένη Ποίηση", στο πλαίσιο του φεστιβάλ Κενταύρια 2010 στο Τεχνολογικό-Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου.
...Η Βίλλα Σερπίερη...
Μπαίνοντας στον απίστευτο χώρο, καθώς φθάσαμε λίγο νωρίτερα πήγαμε να επισκεφθούμε την έκθεση "Κοιτάσματα Τέχνης" που παρουσιάζει η Αίθουσα Τέχνης Καπλανών 5 στη Villa Serpieri.
Πραγματικά είναι μια καταπληκτική έκθεση, που αξίζει να την επισκεφθείτε. Έχετε άλλωστε το χρόνο αφού κείνει τις πύλες της στις 31 Αυγούστου. Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ
Να πω ότι όλοι σταθήκαμε λίγο παραπάνω στα έργα του Βασίλη Παπατσαρούχα... Εγώ στάθηκα αρκετά παραπάνω μπροστά στις Ομπρέλες της Δάφνης Αγγελίδου... Κι έκανα ένα μεγάλο ταξίδι πίσω στο χρόνο. Βλέπετε η Δάφνη -που έχω να τη δω χρόνια- είναι φίλη από την εποχή της εφηβείας. Μαζί της και με τον Περικλή και την Ελένη (αγαπημένα ξαδέλφια)μοιραστήκαμε τις πρώτες καλοκαιρινές μας διακοπές -μακριά από γονείς. 18 χρονών με σακίδια και σλίπινγκ μπαγκ πήραμε το πλοίο για μια μαγική Σαντορίνη... Κοιμηθήκαμε κάτω από τ' αστέρια σε Καμάρι και Περίσσα. Πήγαμε στο Ηφαίστειο, στη Θηρασιά, στην Ίο... Στην Οία ζήσαμε μαγικές στιγμές... Κάτω από τον καυτό ήλιο του μεσημεριού ήπιαμε απίστευτο σπιτικό κρασί σε ένα κελάρι....
Αριστερά στη φωτογραφία οι Ομπρέλες της Δάφνης...
...Γυρνάω στο σήμερα και ήδη υπνωτισμένος ακολουθώ τη μουσική, που με οδηγεί στην επόμενη έκπληξη της βραδιάς. Η Καλλιόπη Βέττα που δεν είχα ξανακούσει σε καταπληκτική ερμηνεία μελοποιημένων ποιητών.
...Καλλιόπη Βέττα και Γιάννης Ιωάννου...
Δυο Γαλλίδες που ήταν στη συντροφιά μας, παρά την άγνοια της γλώσσας μαγεύτηκαν... Ήταν μια μοναδική παρέλαση από αυτά που αγαπήσαμε... Ποιήματα, μουσικές και τραγούδια... Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος, Βάρναλης, Γκάτσος, Καβαδίας, Λόρκα... Εξαιρετικός και ο ηθοποιός Νίκος Σιδέρης που διάβαζε τα κείμενα μεταδίδοντας την ανατριχίλα τους... Ο κόσμος σιγοτραγουδούσε και έπαιρνε δύναμη, μέσα σε ένα χώρο όπου κάποτε συνθλίβονταν η εργατική τάξη για να πλουτίζουν οι ...αξιοσέβαστοι Σερπιέρηδες...
...Φύγαμε με μάτια υγρά και προσγειωθήκαμε στο μπαρ που βρίσκεται στο χώρο. Ήπια μοχίτο, ρουφώντας αναμνήσεις από τη Κούβα... Μιλήσαμε πολύ για το Γκάτσο...
...Η Δάφνη Αγγελίδου...
...κι άλλες ομπρέλες της από παλιότερη έκθεση...
Η Ανατολή και τα ταξίδια...
Το έχω κάνει... τάμα. Να μη γράψω για πολιτική και για κρίση αυτές τις μέρες. Να μοιραστώ μαζί σας τις όμορφες στιγμές της ζωής. Άλλωστε να μη ξεχνάμε πως για να μπορέσουμε να δώσουμε τις μάχες του φθινοπώρου και του δύσκολου χειμώνα χρειαζόμαστε δυνάμεις!
Και η απαισιοδοξία της σκέψης πρέπει να παντρευτεί με την αισιοδοξία της βούλησης...
Παρ' όλα αυτά θα κάνω μια αναφορά στους Παιδικούς Σταθμούς παραπέμποντάς σας σε ένα σχετικό δημοσίευμα από τους Πολίτες στο Προσκήνιο
Η αλήθεια είναι πως πολλές οικογένειες θα βρεθούν σε αδιέξοδο το φθινόπωρο. Η ολέθρια κυβερνητική πολιτική στρέφεται και κατά των... νηπίων, αφού περιορίζονται οι θέσεις στους Δημοτικούς Παιδικούς Σταθμούς, ενώ αυξάνεται η ζήτηση...
Είναι μια εικόνα που θα δούμε και στο μέλλον σε όλο το φάσμα της Εκπαίδευσης με το αθλιότερο σχέδιο που εκπονήθηκε ποτέ, τον Καλλικράτη...
...Τα καλά νέα είναι ότι ήδη παίρνει σάρκα και οστά μαι πρωτοβουλία τόσο για τη Στερεά Ελλάδα, όσο και για το Δήμο Δελφών (όπου θα ανήκει και το χωριό μου τα Καστέλλια). Η στήριξη από εδώ και αλλού είναι αναγκαία και αυτονόητη!
...Τα αφήνω όμως αυτά για αργότερα...
...και βρίσκομαι στην Ανατολή. Σήμερα, 6:45 το πρωί στο Πόρτο Ράφτη, πηγαίνοντας για τη δουλειά, είχα έτοιμη τη φωτογραφική μηχανή... Μέσα στο λίγο χρόνο, για να μη χάσω το τρένο, προσπάθησα να κλέψω λίγες στιγμές...
...Και βεβαίως ο νους μου πάλι σε ταξίδια τριγυρίζει...
Το βλέμμα μου πάει από το Βορρά στο Νότο και γυρίζει πάλι προς την Ανατολή: Τα σημάδια δείχνουν προς την Τουρκία: Μου μίλησαν τελευταία για ταξίδια που ζήλεψα και θα ήθελα να είμαι εκεί... Θυμήθηκα και τα δικά μου με την Ίμβρο και την Τένεδο... Μια σχέση που δεν ολοκλήρωσε τον κύκλο της...
...Όμως θέλω να πάω ακόμη: στη Χίο ξανά (περιμένω ξενάγηση στο Βορρά της), στη Λέσβο (να έμενα μόνιμα!), στα Ψαρά (που μου κινήθηκε η περιέργεια), στα Κύθηρα (που όλο κάτι γίνεται και δεν τα φτάνω), στην Άρτα (που ο Γιάννης Καλπούζος ετοιμάζει μια εκπληκτική παρουσίαση του Ιμαρέτ), στον Αχέροντα, στα Ιωάννινα (να βρω ένα δαχτυλίδι που έχω χάσει)...
Στη Κρήτη και πάλι (να χαζεύω με τις ώρες κάτω από τη Φορτέτσα στο Ρέθυμνο, αλλά και να γυρίζω παντού!)
Στη Κεφαλονιά (να μαγευτώ πάλι στη Μελισσάνη), στο Νέστο (με κανό στο ποτάμι -από τις πιο όμορφες στιγμές στη ζωή μου), να μαζέψω μύδια στη Μεσημβρία (Αλεξανδρούπολη) και μετά να ανηφορίσω στον Άρδα...
Να πιω το ποτό μου στο Ναυτικό Όμιλο της Καβάλας και να κοιτάζω το Κάστρο...
Να δω το ηλιοβασίλεμα στο Καρλόβασι της Σάμου και να κάνω μπάνιο στο Ποτάμι...
...Να περπατήσω στα γνώριμα μονοπάτια της Λέρου, μετά από 18 (!!!) χρόνια...
Να πάω στην Καστοριά και να τη γυρισω με το ποδήλατο...
...και μετά είναι ταξίδια μακρινά: Η Λισαβόνα, η Ισλανδία, η Νέα Ζηλανδία, η Κούβα (πάντα η Κούβα!), το Νησί του Πάσχα... Σταματάω...
Εδώ στο Πόρτο Ράφτη, να πως μπορεί κανείς να χρωματίσει το ταξίδι. Σουβλάκια (καταπληκτικά) στην... Κούβα, πίσω από την πλαζ στο Αυλάκι:
ΥΓ Και πάνω απ' όλα σλίπινγκ μπαγκ σε μια παραλία με τα χιλιάδες αστέρια και τον ήχο της θάλασσας...
Πέμπτη 5 Αυγούστου 2010
Η Χίος, το αυτάκι της Αφροδίτης, τα βότσαλα, ένα παραμύθι και μια γάτα!
Αυτάκι της Αφροδίτης το ήξερα... Έμαθα πως το λένε και παπουτσάκι της βασίλισσας. Haliotis lamellosa το λατινικό του όνομα. Στο διαδίκτυο μπορείτε να διαβάσετε πολλά...
Δεν έχω σκοπό όμως να κάνω επιστημονική ανάλυση για τον κόσμο του βυθού... Για τη Χίο θα σας πω και πάλι, κλείνοντας εδώ το μικρό αφιέρωμα...
Ας αρχίσω από τη φωτογραφία, που δυστυχώς δεν είναι δική μου. Γιατί αν ήταν θα είχα όλα αυτά τα αυτάκια στη συλλογή μου... Έχω ένα τραπεζάκι στο σπίτι, γυάλινο από πάνω με δυο μεγάλα συρτάρια. Είναι γεμάτα κοχύλια, βότσαλα, αχινούς, κοράλια, απολιθώματα... Ένας μεγάλος χάρτης των ταξιδιών μου και της θάλασσας.
Τα κοιτάζω και θυμάμαι... Τα αγαπημένα μου είναι ακριβώς τα αυτάκια της Αφροδίτης που τα έχω σε πολλά σχήματα. Που να φανταστεί κανείς ότι στην πραγματικότητα είναι κάπως... τερατώδη:
Δεν με κάμπτει αυτό... Κοιτάξτε ομορφιά (ούτε αυτό είναι δικό μου):
Αν θέλετε να δείτε κάτι για τη Χίο, μάλλον έχετε αγανακτήσει! Ή ίσως παρασυρθήκατε κι εσείς και ξεχάσατε γιατί και πως βρεθήκατε εδώ...
Λοιπόν. Από κάποιο απλό κόσμημα με ένα αυτάκι της Αφροδίτης πιασμένο από κάποια πετονιά ξεκίνησε το βράδυ μια ολόκληρη κουβέντα στη Χίο για ταξίδια, που συνεχίστηκε μέχρι τις 3 το πρωί...
Μετά από όσα είπαμε, όπου ανάμεσα στα άλλα έγινε λόγος και για το πως ορισμένα πράγματα συμβαίνουν αν είσαι ανοικτός και μοιάζει να έχουν συνωμοτήσει όλα τα άστρα για χάρη σου...
Μετά από αυτό το παράξενο σχεδόν τροπικό βράδυ -κάπου μέσα στο οπτικό μου πεδίο υπήρχε ένας φοίνικας στο Κάστρο/ ή μήπως τον φαντάστηκα και τον έστησα από μόνος μου στο φόντο;- μου φάνηκε παράξενο να διαβάσω το μυθιστόρημα "Η ανάσα τους πίσω μας"...
Προσέξτε τώρα συμπτώσεις
Είχα ετοιμάσει ένα άλλο βιβλίο για να διαβάσω σήμερα (ξέρετε προαστιακός, ηλεκτρικός κλπ -όσοι έχετε διαβάσει Ηλεκτρικές Ανα-γνώσεις καταλαβαίνετε)όμως το ξέχασα στο υπνοδωμάτιο. Για να μην τους ξυπνήσω πήρα ένα άλλο βιβλίο που τελευταία στιγμή δεν είχα πάρει στη Χίο (πήρα το περίφημο Κουρείο του Κουμανταρέα)...
Συγγραφέας η Τουρκάλα Περιχάν Μαγκντέν Δημοσιογράφος και αγωνίστρια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Να πω ότι κοιτάζοντας απέναντι από τη Χίο σκεφτόμουν πολύ την Τουρκία. Είχε άλλωστε πρωταγωνιστικό ρόλο στην κουβέντα μας για τα ταξίδια. Μιλήσαμε για την Ίμβρο, την Τένεδο, την Πόλη, τη μακρινή Καπαδοκία... Μια φίλη από την παρέα μας είπε για μια ιστορία απίστευτης τιμιότητας. Ένα προτοφόλι με όλα τα λεφτά και τα διαβατήρια που βρέθηκε και επιστράφηκε έθικτο στους ιδιοκτήτες του. Ο άνθρωπος που το βρήκε δεν θέλησε αμοιβή. Πήρε μόνο ένα κομπολόι (που κι αυτό είχε βρεθεί από μια έμπνευση στα πράγματα των ταξιδιωτών)...
Ιστορίες της Τουρκίας... Της Ανατολής... Και να που στο βιβλίο μια μητέρα και μια κόρη περιπλανιούνται στην Τουρκία προσπαθώντας να ξεφύγουν κάποια παράξενη απειλή... Όμως δεν είναι αυτό. Έπεσα σε ένα κομμάτι που φάνηκε σαν τον επίλογο της συζήτησης που ξεκίνησε από ένα αυτάκι της Αφροδίτης:
...Τα βότσαλα… δείχνουν πως κάποια πράγματα μπορούν να είναι τέλεια σ’ αυτό τον κόσμο. Το καθένα απ’ αυτά έχει τη δική του ομορφιά, τη δική του χάρη. Έχουν τη δική τους γλώσσα. Κάτι θέλουν να μας πουν…
…Η ομορφιά που έχουν τα βότσαλα στηρίζεται στο γεγονός ότι δεν σε δεσμεύουν, δεν χρειάζεται να δεθείς μαζί τους…
…Στέκονται ατάραχα στις ακροθαλασσιές. Σ’ όλα τα μέρη της γης υπάρχουν απίστευτης ομορφιάς βότσαλα και κοχύλια που σε περιμένουν. Ελπίζουν πως μια μέρα θα τα βρεις. Ελπίζουν και περιμένουν…
Σήκωσα το βλέμμα από το βιβλίο και κοίταξα έξω την Αθήνα να ξεδιπλώνεται αργά στα απράθυρα του Ηλεκτρικού... Η αμέσως επόμενη σκέψη ήταν να βάλω αυτό το κομμάτι στο Κίτρινο Παραμύθι που η συνέχειά του έρχεται σύντομα. Μόλις γύρισα από τη Χίο με περίμεναν 4 νέες ζωγραφιές της Στεφανίας, με πρώτη αυτή:
Κάπου θα βάλω και ένα αυτάκι της Αφροδίτης...
Να πάω το χρόνο πίσω ή μπροστά; Όταν γράφεις έχεις αυτή τη δυνατότητα. Σε αντίθεση με τη ζωή...
Πάω λοιπόν πρώτα πίσω. Στην αρχή του ταξιδιού... Όταν έφτασα πρωί -πρωί στη Χίο ήθελα να πάω στη θάλασσα. Ρώτησα για μια κοντινή παραλία για να μπορώ να επιστρέψω νωρίς το μεσημέρι και μου πρότειναν τον Καρφά. Πήγα με λεωφορείο και διαπίστωσα ότι σε πολλά μέρη της Χίου μπορείς να πας γρήγορα, άνετα και οικονομικά...
Μια ωραία αμμουδιά, όπου άπλωσα τα κουρασμένα πόδια μου...
Μετά από λίγο είχα συντροφιά. Γάτα να κάνει ηλιοθεραπεία στην ακροθαλασσιά... Μάλλον ασυνήθιστο.
Σιγά, σιγά ήρθε περισσότερος κόσμος και ...η φίλη μου έφυγε. Η θάλασσα ήταν πάντως απολαυστική
Έφυγα λοιπόν από τον Καρφά και... τα υπόλοιπα τα ξέρετε! Έκανα και μια βόλτα στην οδό Απλωταριάς, όπου βρίσκεται και το βιβλιοπωλείο Πυξίδα. Ο Παντελής ο Καβύρης από το βιβλιοπωλείο είναι ο άνθρωπος που με πρωτοέφερε στη Χίο και με βοήθησε να πάρω μια πρώτη γεύση. Είχαμε γράψει και άρθρο στο Δρόμο...
Εκεί κοντά και τα περίφημα μασουράκια από το ζαχαροπλαστείο Αυγουστάκη
Κάνοντας πάλι άλμα στο χρόνο, είμαι χθες το βράδυ στο Πόρτο Ράφτη πια. Έφαγα και ήπια κόκκινο κρασάκι, παραγωγής ενός φίλου. Κάθομαι κάτω από την κληματαριά. Είμαι μόνος μου και έχω βάλει ραδιόφωνο. Τζο Ντασέν και άλλα γαλλικά τραγούδια, όπως το Foule Sentimentale:
Στο μεταξύ γυρνάνε τα δυο μικρά. Πιάνω τον Ιάσονα κι αρχίζουμε το χορό. Μετά, μαζί και με τη κόρη βλέπουμε φωτογραφίες από τη Χίο από τη μηχανή. Τις διανθίζω με ιστορίες. Διασκεδάζουμε... Η κόρη παραπονιέται. Της υπόσχομαι κάποιο ταξίδι. Οι δυο μας...
Αργά τη νύχτα ξυπνάω. Θα χτυπήσει λίγο αργότερα το ξυπνητήρι... Νιώθω τον απόλυτο διχασμό. Μεταξύ Χίου και Αθήνας. Μεταξύ Πόρτο Ράφτη και Αχαρνών... Μεταξύ...
Κι αυτή η μέση με ένα αιώνο τσίγκλισμα... Όμως νιώθω παράλληλα λες και κάποιος μου χάρισε μια δύναμη...
...Μια δημιουργική μανία... Να γράψω... Να ταξιδεύω... Να μοιράζομαι... Να χαρίζω... Να δέχομαι τα δώρα και να μη φαντάζομαι πονηρούς Δαναούς κρυμμένους πίσω τους... Το νησί της μαστίχας και του μανταρινιού έχει πολλά να δώσει μαζί με το άρωμά του...
Που είναι είναι μοναδικό.
ΤΕΛΟΣ;
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)