Ένας πατέρας τριών παιδιών περιγράφει τις οικογενειακές εμπειρίες και όχι μόνον.
Διακοπές!
Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2009
Με αφορμή την Ιτέα: Παιδιά, γονείς και σχολείο
Όπως βλέπετε, την Κυριακή, 29 Νοεμβρίου στις 11:30 το πρωί στην Ιτέα με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου μου "Μπαμπά τι είναι το σεξ;", θα πραγματοποιηθεί μια πολύ ενδιαφέρουσα εκδήλωση που οργανώνει ο Σύλλογος Γονέων & Κηδεμόνων του 1ου Δημοτικού Σχολείου στο Κυριακοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο Ιτέας. Ομιλήτρια -εκτός του υπογράφοντος- θα είναι η σχολική ψυχολόγος και εκπαιδεύτρια των Σχολών Γονέων Θεοδοσία Καραγιάννη. (Μια έκτακτη οικογενειακή υπόθεση θα κρατήσει μακριά μας την Ειρήνη- Αγάπη Κορφιά).
Με αφορμή την εκδήλωση θυμήθηκα την περσινή παρουσίαση του "Όποιος αγαπάει (εκ) παιδεύει" στον "Ευριπίδη". Μεταξύ των ομιλητών ήταν και ο Αντιπρόεδρος της ΟΛΜΕ και Δημοτικό Σύμβουλος Χαλανδρίου Γρηγόρης Καλομοίρης. Θεωρώντας ότι η εισήγηση του παρουσιάζει ένα γενικότεορ ενδιαφέρον του τη ζήτησα για να τη βάλω στο μπλογκ. Ο Γρηγόρης ανταποκρίθηκε, αλλά εγώ την κράτησα στο αρχείο μου...
Διαβάστε την προσεκτικά και νομίζω πως πολλαπλά θα ωφεληθείτε, όπως και όλοι εμείς που βρεθήκαμε εκείνο το βράδυ στο Χαλάνδρι. (Παρεμπιπτόντως σήμερα το βράδυ σας περιμένουμε όλους στο πάρτυ Παρασκευή και 13, που θα γίνει στο Στέκι της οδού Αβέρωφ 7Α, με άφθονο φαγτηό από τα χεράκια μας -αν προλάβω θα φτιάξω ζαγορίσια πίτα!)
Φωτογραφία από την περσινή εκδήλωση. Εξαιρετικές ήταν και οι ομιλίες της Νόνης Δούνια, της Μαρίας Καλλιμασιά και της Ιωάννας Καμπούρη...
Η Ομιλία
Υπάρχουν κάποια στοιχεία που συνδέουν κατά ποικίλους τρόπους τον Κώστα Στοφόρο και τη συγγραφική του εργασία με τον ομιλούντα και τα προσωπικά του ενδιαφέροντα, πέρα από τη γόνιμη και αποτελεσματική συνεργασία μας στο πλαίσιο της δημοτικής μας κίνησης, και, κατά συνέπεια, δικαιολογούν την πρόθυμη εμπλοκή μου στη σημερινή εκδήλωση. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, αφού τον ευχαριστήσω θερμά για την ευγενική του πρόσκληση, να ξεκινήσω από αυτά.
Καταρχάς, είναι κοινή η έγνοια μας για την παιδεία και την εκπαίδευση. Βέβαια, το ενδιαφέρον του Κώστα Στοφόρου εντοπίζεται κυρίως στη βρεφική, νηπιακή και παιδική ηλικία, ενώ το δικό μου κυρίως στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Ποιος όμως μπορεί να αγνοήσει ότι η εκπαιδευτική πορεία του ανθρώπου είναι μια συνεχής αλυσίδα και ότι σχηματικά μόνο αποδεχόμαστε τη διάκρισή της σε εκπαιδευτικές βαθμίδες;Κατά δεύτερο λόγο, πρέπει να τονίσω ότι τόσο ο εκπαιδευτικός όσο και ο δημοσιογράφος επιτελούν ένα μορφωτικό και κοινωνικοποιητικό έργο. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, τα οποία υπηρετεί με συνέπεια και αφοσίωση ο Κώστας Στοφόρος αποκαλούνται «παράλληλο σχολείο».
Ένα τρίτο στοιχείο, που ελάχιστοι από σας γνωρίζετε, είναι ότι θεωρούμαστε και οι δύο πλέον πολύτεκνοι, -ανεξάρτητα από το αν απολαμβάνουμε ή όχι τα «προνόμια» των πολυτέκνων, έχοντας καθένας από τρία παιδιά με όλη την αντίστοιχη εμπειρία που προκύπτει από την τριπλά επιβεβαιωμένη πατρική ιδιότητα. Και αξίζει εδώ να συνομολογήσουμε ότι το έργο του Κώστα Στοφόρου, που επικεντρώνεται κυρίως στα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού, πέρα από το αυτονόητο ενδιαφέρον του για τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς, συμβάλλει και στην αμφισβήτηση των παραδοσιακών ρόλων και στερεοτύπων του φύλου. Πράγματι, όπως προκύπτει και από αυτό το βιβλίο του, συμμετέχει ο ίδιος ενεργά και υπεύθυνα στην ανατροφή των παιδιών από τη μικρή τους ηλικία και προσπαθεί να μετουσιώσει το βίωμα της πατρικής ευθύνης σε εμπειρία και γνώση.
Θα πρόσθετα ένα ακόμη κοινό στοιχείο, το πιο σημαντικό, που θα φανεί άλλωστε και μέσα από όσα θα πω στη συνέχεια: ότι προσεγγίζουμε την εκπαίδευση μέσα από ένα πλαίσιο αρχών και θέσεων που δίνουν προτεραιότητα στη δημόσια εκπαίδευση, στον κριτικό, δημιουργικό και απελευθερωτικό της χαρακτήρα, στην καλλιέργεια της γνώσης όχι για τη βελτίωση της παραγωγής και της ανταγωνιστικότητας, αλλά για τη συνολική διάπλαση της προσωπικότητας του ανθρώπου, για την ολόπλευρη ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας. Είναι χαρακτηριστικά όσα αναφέρονται στη σελίδα 12: «Από τον παιδικό σταθμό μέχρι το δημοτικό, το γυμνάσιο και το λύκειο είναι πολλά αυτά που πρέπει να μάθουμε, αυτά που πρέπει να προσέξουμε. Πρέπει να στηρίξουμε το παιδί μας όσο μπορούμε, χωρίς να γίνουμε δεκανίκια σ’ ένα εκπαιδευτικό σύστημα επιεικώς απαράδεκτο. Που φορτώνει τα παιδιά με πράγματα που δεν μπορούν να σηκώσουν οι μικρές τους πλάτες• που έχει συνεχώς απαιτήσεις• που δεν αφήνει χρόνο για παιχνίδι. Παιδιά και γονείς, θύματα ενός ανελέητου ανταγωνισμού, φαίνεται να χάνουν την ουσία. Τη χαρά της ζωής. Και μάλιστα με αμφίβολα αποτελέσματα. Κι όμως υπάρχουν τρόποι να βοηθήσουμε τα παιδιά μας, ακόμη και σε αυτές τις συνθήκες. Αναζήτησα και αναζητώ ακόμη τέτοιες διεξόδους.»
Για όλους αυτούς τους λόγους ανέλαβα να παρουσιάσω κάποιες από τις πολλές ενδιαφέρουσες διαστάσεις αυτού του βιβλίου. Κι αυτές δεν είναι λίγες. Η σημασία και ο ρόλος της αγάπης, η ανάγκη και οι τρόποι επικοινωνίας με το παιδί, ο ρόλος των παιχνιδιών και των δώρων, η προσοχή που πρέπει να δίνεται στον τρόπο οργάνωσης της καθημερινότητας του παιδιού και, τέλος, τα ζητήματα που αφορούν την ένταξη του παιδιού στο οργανωμένο εκπαιδευτικό σύστημα, από τον παιδικό σταθμό μέχρι την αποφοίτησή του. Η επιλογή είναι ασφαλώς δύσκολη, γιατί κάθε κεφάλαιο του βιβλίου συνδέεται με μια σειρά μικρά ή μεγαλύτερα προβλήματα της καθημερινής ζωής, που απασχολούν τόσο τους γονείς όσο και τον κόσμο της εκπαίδευσης. Θα περιοριστώ όμως, στον περιορισμένο χρόνο που έχω στη διάθεσή μου, σε ζητήματα που αφορούν τη σχέση του παιδιού με το σχολείο, μια σχέση που τη ζω καθημερινά και που όλοι αντιλαμβανόμαστε τις σημαντικές επιπτώσεις της στην εξέλιξη του παιδιού.
Ξεκινώ από τη διατύπωση κάποιων σκέψεων με αφορμή την ενότητα με τον τίτλο: «Τι πρέπει και τι δεν πρέπει να περιμένουν οι γονείς από το σχολείο», που καλύπτει τις σελίδες 157 ως 170 περίπου του βιβλίου. Ο τρόπος διαπραγμάτευσης αυτής της ενότητας μπορεί να αποτελέσει ένα παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο ο συγγραφέας, με μικρές ή μεγάλες παραλλαγές, χειρίζεται και άλλα θέματα στο βιβλίο του.
Ο συγγραφέας ξεκινά με τη σαφή πρόθεση να αναδείξει, από τη μια πλευρά, τις νόμιμες απαιτήσεις των γονέων από το σχολείο αλλά, από την άλλη, να ψέξει την όποια υπερβολή. Για να επιτύχει το σκοπό του , που προϋποθέτει και απαιτεί ένα κείμενο ελκυστικό, κατανοητό αλλά και επιστημονικά τεκμηριωμένο, χρησιμοποιεί μια σειρά από προσεκτικά επιλεγμένα μέσα, που δείχνουν όχι μόνο δημοσιογραφική ικανότητα, αλλά και παιδαγωγική επάρκεια και ευθαισθησία.
Ο τρόπος με τον οποίο εισάγει κάθε φορά στο θέμα του είναι συνήθως ελκυστικός και σε κάποιες περιπτώσεις σκόπιμα προκλητικός. Με αυτό τον τρόπο αγκιστρώνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και τον δεσμεύει στην ανάγνωση του κειμένου. Ας παρακολουθήσουμε, π.χ., πώς ξεκινά το συγκεκριμένο θέμα:
«Έχετε βρεθεί σε παιδικό πάρτι; Αν είσαστε γονείς αποκλείετε να το έχετε… γλιτώσει! Σε αυτά τα παιδικά πάρτι λοιπόν μπορεί κανείς να ζήσει αξέχαστες εμπειρίες. Για χάρη του παιδιού αναγκάζεσαι να συμμετέχεις σε συζητήσεις που κάνουν τις τρίχες κεφαλής σου να ορθώνονται διαμαρτυρόμενες. Νομίζεις ότι έχεις βρεθεί –παρά τη θέλησή σου- σε πάνελ δελτίου των οκτώ όπου δικάζεται και καταδικάζεται το εκπαιδευτικό σύστημα για τους πιο λάθος λόγους που μπορεί να φανταστεί κανείς.»
Και περνά αμέσως στο θέμα του διατυπώνοντας με σαφήνεια και ευθύτητα την άποψή του:
«Οι γονείς περιμένουν πολλά από το σχολείο, πολλά από τους δασκάλους και ακόμη πιο πολλά από τα παιδιά τους.»
Τα πρώτα δεδομένα για να στηρίξει την όποια θέση του συνήθως τα αντλεί από την άμεση, βιωμένη εμπειρία. Αυτή η εμπειρία άλλοτε αφορά τεκμηριωμένες απόψεις, που τις προβάλλει και τις επικροτεί, και άλλοτε υπερβολικές και εσφαλμένες, που σπεύδει να τις ψέξει. Ας επανέλθουμε στο συγκεκριμένο παράδειγμα:
«Όταν ακούω», συνεχίζει, «ότι ο δάσκαλος ή ο καθηγητής έπρεπε να βάζουν πιο πολλή δουλειά στο σπίτι, όταν ακούω ότι ‘’εμείς είμαστε πίσω ενώ μια φίλη μου που ο γιος της πάει στου Χ… έχουν φτάσει ήδη στον Πελοποννησιακό Πόλεμο’’, απλά τρελαίνομαι: η μόνιμη ανησυχία είναι αν ‘’θα βγει η ύλη’’. Για τα υπόλοιπα ούτε λόγος.»
Μετά από αυτές τις παρατηρήσεις, κρίνει ότι έχουν ωριμάσει οι συνθήκες να πάρουν τη σκυτάλη οι ειδικοί επιστήμονες και ερευνητές, ώστε να συνδέσει έτσι αβίαστα και να αντιπαραθέσει, όποτε χρειάζεται, την «κοινή λογική» της καθημερινής εμπειρίας με τη γνώμη των ειδικών. Έτσι συνεχίζει:
«Σκέφτηκα πως ίσως εγώ γνωρίζω παράξενους ανθρώπους κι αποφάσισα να απευθυνθώ σε ανθρώπους που θα μπορούσαν να με διαφωτίσουν πιο αντικειμενικά. Δυστυχώς μόνο αποσπασματικά στοιχεία μπόρεσα να συγκεντρώσω για τις προσδοκίες των ελλήνων γονέων. Συνομιλώντας με ειδικούς, ερευνώντας σε στατιστικά στοιχεία και στο διαδίκτυο, ανακάλυψα ότι η εικόνα που είχα από τα παιδικά πάρτι ελάχιστα απείχε από την πραγματικότητα!».
Οι τέτοιου είδους αναφορές στη «γνώμη των ειδικών» και στα «έγκυρα στατιστικά στοιχεία» είναι πολύ συχνές στο έργο του Κώστα Στοφόρου και αποτελούν καρπό πολύμοχθης, υπεύθυνης και συστηματικής ερευνητικής δραστηριότητάς του. Έχει, έτσι, τη δυνατότητα να διαμεσολαβεί ανάμεσα στην επιστημονική γνώση και το ευρύ κοινό και, χωρίς να την απλουστεύει, να εκλαϊκεύει και να την καθιστά προσιτή στους αναγνώστες του. Ωστόσο, δεν αντιμετωπίζει τη γνώμη των ειδικών ως ένα φετίχ, υπεράνω κάθε κριτικής και αμφισβήτησης
Ας επιστρέψουμε όμως στη συγκεκριμένη ενότητα που χρησιμοποιήσαμε ως παράδειγμα. Πιο κάτω προσθέτει:
«Το ζούμε και οι ίδιοι. Τα παιδιά δεν έχουν πλέον ελεύθερο χρόνο. Δεν παίζουν σχεδόν ποτέ. Τρέχουν από το σχολείο στο φροντιστήριο, ακόμη και σε πολύ τρυφερή ηλικία. […] Περιμένουν από το σχολείο όχι μόνο να μεταδώσει στους μαθητές ένα πλήθος γνώσεων αλλά και να κάνει το παιδί τους πιο αναγωνιστικό, να το μάθει να διακρίνεται, να παλεύει, να δημιουργεί από πολύ μικρό τους όρους για μια καλή επαγγελματική αποκατάσταση…».
Αφού παραθέσει στη συνέχεια πιο αναλυτικά τις απόψεις –σωστές ή εφαλμένες- των γονέων, καταλήγει σε μια σύνοψη μιας παραγράφου, που αξίζει να την προσέξουμε, ως εξής:
«Οι γονείς, λοιπόν, περιμένουν –ή θα έπρεπε να περιμένουν- καλύτερη συνεργασία και ενημέρωση από το σχολείο, κάτι που ουσιαστικά δεν συμβαίνει σήμερα. Θα πρέπει να αλλάξει τόσο η νοοτροπία των εκπαιδευτικών όσο και των γονιών, οι οποίοι μέσα από τους συλλόγους τους θα μπορούσαν να παίζουν πιο ενεργό ρόλο σε όσα συμβαίνουν στα σχολεία».
Παρεμβάλλει, ακολούθως, μια υποενότητα στην οποία επικρίνει την παράλογη και κοινωνικά απαράδεκτη πρακτική της λειτουργίας των φροντιστηρίων στη χώρα μας, και εκθέτει συνοπτικά τα βασικά αιτήματα των γονέων, όπως έχουν προκύψει μέσα από σχετικές έρευνες:
•Να δίνονται περισσότερα χρήματα για την παιδεία.
•Να τηρούνται τα προγράμματα και να μην υπάρχουν κενά και απουσίες των εκπαιδευτικών.
•Οι δάσκαλοι να εκπαιδεύονται καλύτερα.
•Να μειωθεί ο αριθμός των μαθητών στην τάξη / να υπάρχουν περισσότεροι δάσκαλοι.
•Να γίνεται καλύτερο μάθημα.
Θα ήθελα εδώ να παρατηρήσω ότι τα αιτήματα των γονέων έχουν εκπληκτική αντιστοίχιση με τα αντίστοιχα αιτήματα του εκπαιδευτικού κινήματος.
[Γίνονται σχετικές παρατηρήσεις και σχόλια].
Κατόπιν, ο συγγραφέας αναπτύσσει την άλλη διάσταση της συγκεκριμένης ενότητας, δηλαδή «τι δεν πρέπει να περιμένουν οι γονείς από το σχολείο»:
Δεν πρέπει, λοιπόν, να απαιτούν οι γονείς:
• Να αναλάβει το σχολείο τις δικές τους ευθύνες,
• Να αναλάβει κατ’ αποκλειστική ευθύνη την κοινωνικοποίηση του παιδιού, να το καταστήσει κοινωνικά υπεύθυνο,
• Να γεμίσει το παιδί με γνώσεις.
Η γνώση και η ευαισθησία του συγγραφέα γύρω από τα εκπαιδευτικά ζητήματα αναδεικνύεται και από τον τρόπο που χειρίζεται την παραδοσιακή σχολική διάκριση ανάμεσα σε «καλούς» και «κακούς» μαθητές και γενικά το ζήτημα της σχολικής επιτυχίας και αποτυχίας (σελίδες 177 και εξής). Θεωρώ χρήσιμο να διατυπωθούν κάποιες σχετικές σκέψεις πριν αφήσω το βήμα.
Ο «καλός» και ο «κακός» μαθητής αποτελούν το θεμελιακό αξιολογικό δίπολο στο σχολικό περιβάλλον. Ο «καλός» μαθητής συγκεντρώνει το ενδιαφέρον και τους επαίνους στο σχολικό και το οικογενειακό του περιβάλλον. Σε κάθε ευκαιρία προβάλλεται ως πρότυπο για όλους τους μαθητές. Δικαιωματικά ή και θεσμικά, έχει προτεραιότητα σε μια σειρά σχολικές δραστηριότητες και αρμοδιότητες. Κρατάει τη σημαία, τηρεί το απουσιολόγιο, αποτελεί συνήθως το «δεξί χέρι» των διδασκόντων. Αντίθετα, ο «κακός» μαθητής είναι ο αποδιοπομπαίος τράγος του σχολείου. Αναφέρεται μόνο σαν παράδειγμα προς αποφυγή. Αποτελεί τον άμεσο στόχο των επιπλήξεων και των ποινών. Ενοχοποιείται εύκολα σε κάθε ευκαιρία.
Το Λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη θεωρεί καταρχάς κακό εκείνον που κατέχεται από μοχθηρία και κακία, το αντίθετο του άκακου, του καλού και του αγαθού. Άλλες σημασίες που αποδίδει στο επίθετο είναι: ανάξιος, αδέξιος, ευτελής, ελαττωματικός, πρόστυχος, δυσμενής, προσβλητικός, υβριστικός και απρεπής. Είναι χαρακτηριστικό, ωστόσο, ότι στις περισσότερες από αυτές τις σημασίες, έμμεσα ή άμεσα, προβάλλεται η ηθική απαξίωση του ατόμου που χαρακτηρίζεται κακός.
Υποθέστε τώρα ότι χαρακτηρίζουμε κάποιον μαθητή κακό. Ακόμη και αν εννοούμε τον ανίκανο ή τον αδέξιο, δηλαδή αυτόν που «δεν τα παίρνει τα γράμματα», στην πράξη του αποδίδουμε ένα χαρακτηρισμό φορτωμένο με απαξιωτικές σημασίες, που δεν είναι εύκολο να ελέγξουμε. Προφανώς, η χρήση αυτού του επιθέτου στην εκπαιδευτική αξιολόγηση δεν είναι τυχαία. Θα έλεγε κανείς ότι εκφράζει μια γενικευμένη αντίληψη, ότι ο «αδύνατος» μαθητής, δηλαδή αυτός που δεν έχει καλές επιδόσεις στα σχολικά μαθήματα, είναι ταυτόχρονα και ταυτόσημα ηθικά διαβλητός και επομένως μη αποδεκτός.
Εκείνο που μπορεί να υποστηρίξει κανείς βάσιμα από τη μέχρι τώρα ανάλυση είναι πως ο «κακός μαθητής» είναι ένα στερεότυπο. Χαρακτηριστικά της στερεοτυπικής σκέψης είναι ο απλουστευτικός και γενικευτικός χαρακτήρας τους. Το στερεότυπο παρεμβάλλεται ανάμεσα σε μας και την πραγματικότητα και μας ωθεί να κρίνουμε τα πράγματα μέσα από τον παραμορφωτικό φακό τους. Ο «κακός» μαθητής είναι «κακός» γιατί δε θέλει να μελετήσει, είναι η συνήθης, απλουστευμένη στερεοτυπική ερμηνεία της χαμηλής επίδοσης. Και είναι «κακός» συνολικά, σαν προσωπικότητα, είναι η γενικευμένη εκδοχή της στερεοτυπικής αντίληψης. Πάνω σε αυτές τις δύο εσφαλμένες παραδοχές στηρίζεται ο μύθος του «κακού» μαθητή.
Απέναντι σε αυτή την απλουστευμένη εκδοχή της σχολικής αποτυχίας η σύγχρονη παιδαγωγική αντιτάσσει την άποψη της κοινωνικής κατασκευής της. Ο «κακός» μαθητής δεν είναι κακός από τη φύση του ή εξαιτίας των κακών επιλογών του, αλλά «κατασκευάζεται» από το άμεσο και έμμεσο περιβάλλον στο οποίο ζει. Σημαντικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία παίζουν η οικογένεια, το σχολείο, ο άμεσος οικογενειακός και κοινωνικός περίγυρος όπως και μια σειρά ευρύτεροι κοινωνικοί, οικονομικοί και πολιτισμικοί παράγοντες.
Σε μια τέτοια βάση στηρίζει και αναπτύσσει την επιχειρηματολογία του και ο συγγραφέας. Στην ενότητα «Η σχολική επιτυχία αρχίζει πριν από το σχολείο!» (σελίδα 179), όπως και στην επόμενη, με τίτλο «’’Καλοί’’ και ‘’κακοί’’ μαθητές από… σπίτι» -σημειώνω ότι οι όροι «καλοί» και «κακοί» μαθητές βρίσκονται σε εισαγωγικά- δείχνει αναλυτικά το ρόλο που διαδραματίζει η οικογένεια και το στενό κοινωνικό περιβάλλον στη μορφωτική εξέλιξη του παιδιού και υποδεικνύει τρόπους που θα καταστήσουν την παρέμβαση των γονέων αποτελεσματική. Στη συνέχεια αναφέρεται συγκεκριμένα στους κοινωνικούς, αλλά και τους εκπαιδευτικούς παράγοντες της σχολικής αποτυχίας (σελίδα 183). Ας κάνουμε μια τελευταία αναφορά στο κείμενό του:
«Όλες οι έρευνες έχουν συνδέσει τη σχολική αποτυχία τόσο με το οικονομικό όσο και με το μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας. Παιδιά που προέρχονται από τις ασθενέστερες τάξεις αποτυγχάνουν πολύ συχνότερα στο σχολείο. Το ίδιο ισχύει και όταν οι γονείς έχουν χαμηλό μορφωτικό επίπεδο.
Επίσης, στη δημιουργία ενός κακού μαθητή παίζει ρόλο το σχολείο και το εκπαιδευτικό σύστημα αλλά και οι κοινωνικές αντιλήψεις για τη μάθηση και τη μόρφωση».
Το μόνο που θα μπορούσαμε να προσθέσουμε σε αυτά είναι η διαπίστωση ίτι τελευταία, ο “κακός”, σε εισαγωγικά, μαθητής είναι, ολοένα και πιο συχνά, ο αλλοδαπός μαθητής. Τα εκπαιδευτικά ζητήματα που αφορούν μαθητές διαφορετικής πολιτισμικής προέλευσης δεν αποτελούν πρόσφατο φαινόμενο. Η ενίσχυση όμως του πολυπολιτισμικού χαρακτήρα των σύγχρονων κοινωνιών, ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης αλληλεξάρτησης των κοινωνιών σε παγκόσμιο επίπεδο (αύξηση των μετακινήσεων, ενίσχυση των μεταναστευτικών ρευμάτων, δημιουργία υπερεθνικών ολοκληρώσεων, παγκοσμιοποίηση) καθιστά αναγκαία τη συστηματική ενασχόληση με αυτά.
Νομίζω ότι είναι ώρα να αφήσω το βήμα με μια καταληκτική παρατήρηση και ευχή ταυτόχρονα. Παραφράζοντας το προλογικό σημείωμα της σελίδας 7 του βιβλίου, θα έλεγα ότι και κάθε βιβλίο με την έκδοσή του «… ξεκινά ένα ταξίδι συναρπαστικό και συνάμα αβέβαιο, γεμάτο απρόοπτα και προκλήσεις.» Αξίζει το βιβλίο του Κώστα Στοφόρου να έχει το καλό ταξίδι που του αντιστοιχεί, γιατί είναι βέβαιο ότι πολλοί γονείς –και όχι μόνο αυτοί- θα ωφεληθούν πολλαπλά από την ανάγνωσή του.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου