Διακοπές!

Δευτέρα 8 Απριλίου 2013

Βρισκόμαστε άραγε στο τέλος της διχασμένης μνήμης; -Ένα κείμενο της Τασούλας Βερβενιώτη



Όπως σας είχα γράψει, την Κυριακή το απόγευμα βρεθήκαμε στο Στέκι των Φίλων ΣΥΡΙΖΑ στον Κεραμεικό και συζητήσαμε με αφορμή το βιβλίο "Του νεκρού αδερφού -41 γράμματα από το μέτωπο του Εμφυλίου".
Οι ιστορικοί΄Τασούλα Βερβενιώτη και  Βασιλική Λάζου με τις εξαιρετικές εισηγήσεις τους έδωσαν ανάγλυφα το στίγμα της εποχής, αλλά και τις συνέπειες ως τις μέρες μας. Σήμερα έχω τη χαρά να μοιραστώ μαζί σας το κέιμενο της κυρίας Βερβενιώτη, αν και ομολογώ πως το να την ακούω να μιλά ήταν μια πραγματική απόλαυση.
Η περιπέτεια της Ιστορίας, παρά τα δράματά της, μπορεί να γίνει στα χέρια ανθρώπων όπως οι δυο αυτές ιστορικοί μια γοητευτική αφήγηση....

Βρισκόμαστε άραγε στο τέλος της διχασμένης μνήμης;

της Τασούλας Βερβενιώτη


Για τη μνήμη είναι ο λόγος, γιατί χωρίς τη μνήμη δεν είμαστε τίποτα. Δεν υπάρχουμε.
Η δεκαετία του 1940 με τους τρεις πολέμους της και ιδίως τον εμφύλιο στοίχειωσε το υπόλοιπο του 20ου αιώνα και συνεχίζει να στοιχειώνει και τις μέρες μας. Η μνήμη των γεγονότων της ήταν διχασμένη, γιατί η κοινωνία ήταν διχοτομημένη. Ο ελληνικός εμφύλιος πέρα από μια τρίχρονη ένοπλη σύγκρουση, αποτέλεσε –και ίσως αποτελεί ακόμα- ένα τραύμα και επέφερε ένα διαχωρισμό στην κοινωνία που δεν επηρέασε μόνο την πολιτική και την κοινωνική ζωή, αλλά και τον τρόπο που σκεφτόμαστε: μέσα σε δίπολα. Εμείς και οι άλλοι. Οι δικοί μας και οι εχθροί μας. Που οι δικοί μας ήταν πάντοτε καλοί και οι εχθροί μας πάντοτε κακοί. Που έκανε τους περισσότερους να δαιμονοποιούν τους αντιπάλους τους και κατέστησε το διάλογο, δηλαδή τη δημοκρατία, ανύπαρκτη.
Τα ιστορικά γεγονότα, το παρελθόν μας, το είδαμε μέσα από αυτό το πρίσμα, ένα πρίσμα καθόλου βοηθητικό για να κατανοήσουμε τον κόσμο και στη συνέχεια να προσπαθήσουμε να τον κάνουμε καλύτερο. Αξίζει μόνο να θυμίσω τους καυγάδες –που ο αντίκτυπός τους υπάρχει μέχρι και σήμερα- για το ποιος είπε το «Όχι»: ο Μεταξάς ή ο λαός; Με λίγα λόγια θέλω να πω ότι τα ερωτήματα που έθεταν οι άνθρωποι ήταν εμφυλιοπολεμικά και οι απαντήσεις ανάλογες.
Στη διάρκεια της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας οι άνθρωποι προσπάθησαν με τη λήθη να κλείσουν τις πληγές που είχε ανοίξει ο εμφύλιος και να αναρρώσουν οικονομικά. Η δεκαετία του 1960 ήταν η πιο συναρπαστική από όλες του 20ου αιώνα. Στην Ελλάδα, από τις αρχές ήδη της δεκαετίας η κοινωνία είχε ορθοποδήσει οικονομικά και ελάχιστοι πολιτικοί κρατούμενοι είχαν μείνει στις φυλακές και στις εξορίες. Παρατηρείται μια άμβλυνση των αντιπαραθέσεων. Η τέχνη είναι ένας τρόπος να μιλήσει κάποιος «γλυκύτερα» για πράγματα που πονούν. Το 1962 ανέβηκε στη σκηνή το θεατρικό δρώμενο και με μουσική Μίκη Θεοδωράκη και στίχους Κώστα Βίργου το Τραγούδι του νεκρού αδελφού. Είναι το πρώτο κείμενο που παρουσιάζεται δημόσια, στο θέατρο, και διεκτραγωδεί τον εμφύλιο πόλεμο. Η ιστορία εξελίσσεται σε μια γειτονιά της Αθήνας με κυρίαρχο πρόσωπο τη μάνα, που έχει δυο γιούς στα αντίπαλα στρατόπεδα. Πολλά από τα τραγούδια του έργου αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν, όπως ο «Απρίλης», το «Ένα δειλινό», η «Προδομένη Αγάπη» και «Στα περβόλια», παρόλο που η επίσημη αριστερά δεν είδε με καλό μάτι μια τέτοια δημοσιοποίηση. 
Το βιβλίο του Κώστα Στοφόρου με τίτλο Του Νεκρού αδελφού εκδόθηκε μισό αιώνα μετά. Δεν είναι ούτε θεατρικό, ούτε έχει τραγούδια. Το κοινό σημείο είναι ότι μέσα από τις σελίδες του αναδύεται η ιστορία μιας οικογένειας που βρίσκεται διχασμένη μέσα στη δίνη του εμφυλίου. Και ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι ο Κώστας Στοφόρος που γράφει τα γράμματα από το μέτωπο πολεμάει στις τάξεις του Στρατού ενάντια στους αντάρτες, το Δημοκρατικό Στρατό, ενώ λίγα χρόνια πριν ανήκε στις τάξεις και έφερε την ιδεολογία αυτών που πολεμούσε. Η διάσταση του εμφυλίου, η διχοτομία ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά, δεν υπάρχει ανάμεσα στα αδέλφια, όπως στο Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού, αλλά στο ίδιο πρόσωπο, τον Κώστα Στοφόρο.
Στη ουσία το βιβλίο έχει δύο συγγραφείς, με το ίδιο όνομα: Κώστας Στοφόρος. Και για να μην μπερδευτούμε τους ονόμασα ο παλιότερος και ο νεότερος. Ο κυρίως συγγραφέας –κατά τη γνώμη μου- είναι ο Κώστας Στοφόρος ο νεότερος που αποφάσισε να εκδώσει τα γράμματα από το μέτωπο του Κώστα Στοφόρου του παλιότερου. Και ο νεότερος, όπως όλη η γενιά του, βρίσκεται μέσα σε αυτή τη διχοτομία. Παρόλο που δεν γνωριζόμαστε ίσως και λόγω της διαστροφής του επαγγέλματος (βλ. βιβλιογραφία), θεωρώ ότι είναι αριστερός. Όταν γεννήθηκε του έδωσαν το όνομα ενός νεκρού του εμφυλίου και στη συνέχεια τα γράμματα που είχε στείλει από το μέτωπο πριν πεθάνει. Προσπάθησε να τον κατανοήσει, στην ουσία να κατανοήσει το δικό του παρελθόν. Να κατανοήσει τι συνέβη, ίσως και να αποκαταστήσει τη μνήμη του. Μετά από δέκα χρόνια «πάλης» εξέδωσε τα γράμματα του Κώστα Στοφόρου του νεότερου.
Ο κεντρικός κορμός του βιβλίου περιλαμβάνει 41 γράμματα από το μέτωπο του εμφυλίου (όπως γράφεται και στο εξώφυλλο του βιβλίου) που έχει γράψει ο Κώστας Στοφόρος ο παλιότερος. Τα γράμματα ξεκινούν τον Ιούνιο του 1947 που ο Κώστας Στοφόρος ο παλιότερος, ένας νέος που στη διάρκεια της Αντίστασης βρέθηκε στις γραμμές της ΕΠΟΝ και με το τέλος του πολέμου έδωσε εξετάσεις και μπήκε στην Ιατρική, από όπου τον κάλεσαν να υπηρετήσει στη θητεία του. Παρόλο που ήταν για την εποχή του ένας πολύ μορφωμένος νέος βρίσκεται στο μέτωπο ως απλός οπλίτης, στην πρώτη γραμμή, εξαιτίας του παρελθόντος τους. Για το καθεστώς ήταν αναλώσιμος. Τα γράμματα τελειώσουν τον Γενάρη του 1948, δυο μέρες πριν σκοτωθεί.
Το βιβλίο περιλαμβάνει επίσης έναν πρόλογο γραμμένο από τον Κώστα Στοφόρο το νεώτερο. Στα εισαγωγικά κείμενα υπάρχει και ένα πορτρέτο του Κώστα Στοφόρου του παλιότερου, γραμμένο από το Χαράλαμπο Στοφόρο. Οι επιλογές όμως των κειμένων έχουν γίνει από τον Κώστα Στοφόρο το νεώτερο. Μετά τα 41 γράμματα το βιβλίο περιλαμβάνει ένα χρονολόγιο των γεγονότων της εποχής, καθώς και φωτογραφικά ντοκουμέντα. Και τα δύο αυτά πονήματα, αν και δεν το αναφέρουν ρητά φέρουν την υπογραφή του Κώστα Στοφόρου του νεότερου.
Και θα ήθελα να επισημάνω ότι –πέρα από τις προθέσεις του συγγραφέα- η σημερινή συγκυρία ήταν αυτή που έκανε δυνατή την έκδοση του βιβλίου. Και ότι δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το βιβλίο είναι αυτοέκδοση. 
Η μελέτη της μνήμης και ειδικότερα της μνήμης του εμφυλίου πολέμου μας έχει δείξει ότι η ιστοριογραφία, η γραφή της ιστορίας από τους ιστορικούς, ακολουθεί την πολιτική συγκυρία. Είναι βίοι παράλληλοι. Ο εμφύλιος και πιο συγκεκριμένα, η κοινωνική ιστορία του εμφυλίου ή πιο σωστά οι έρευνες για την κοινωνική ιστορία ξεκίνησαν στα μέσα της δεκαετίας τους 1990, μετά το κρίσιμο 1989. Θυμίζω ότι τότε έπεσε το τείχος του Βερολίνου, στην ουσία τελείωσε ο Ψυχρός Πόλεμος, κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση και έγιναν τα γεγονότα στην πλατεία Τιεναμέν, στην Κίνα (τις εξελίξεις θα τις δούμε στα επόμενα χρόνια). Η ελληνική εκδοχή του τέλους του ψυχρού Πολέμου, το 1989, ήταν η συγκυβέρνηση, δεξιάς αριστεράς. Τότε στη Βουλή ψηφίσθηκε ο νόμος για την «άρση των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου 1944-1949» Ο όρος «συμμοριτοπόλεμος» αντικαταστάθηκε με τον όρο «εμφύλιος πόλεμος» και ο όρος «συμμορίτες» με τον όρο «Δημοκρατικός Στρατός»[1]. Την ίδια εποχή όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα αποφάσισαν ομόφωνα να κάψουν τους «φακέλους» που κρατούσε η αστυνομία για τους πολίτες, μέσα από ένα τεράστιο δίκτυο χαφιέδων. Το κάψιμο των φακέλων αποτελεί ένα οριακό γεγονός. Όχι πια οι μεμονωμένοι άνθρωποι αλλά ολόκληρη η ελληνική κοινωνία ακολουθώντας μια στρατηγική επιβίωσης επέλεγε τη σιωπή. Ήθελε να εξαφανίσει από την ιστορία τα ίχνη όχι τόσο του ένοπλου όσο του πολιτικού εμφύλιου[2]. Οι άνθρωποι χρειάζονται –σύμφωνα με τους κοινωνιολόγους- πέντε χρόνια για να αφομοιώσουν τις αλλαγές και έτσι από τα μέσα στης δεκαετία του 90 άρχισαν να εκδίδονται οι έρευνες για τον εμφύλιο.
 Το ίδιο συνέβη και με τη συγγραφή καθώς και με την έκδοση προφορικών μαρτυριών. Μια έρευνα με τις γυναικείες μαρτυρίες είναι πολύ ενδεικτική. Πρώτες, τη δεκαετία του 1970 εκδόθηκαν οι μαρτυρίες που αφορούσαν τις εξόριστες. Η πρωτιά αυτή εξηγείται, γιατί οι εξόριστες δεν είχαν αναφορές σε δράσεις του εμφυλίου. Εάν είχαν, θα είχαν περάσει στρατοδικείο και θα βρίσκονταν στη φυλακή. Η δράση τους αφορούσε κυρίως την αντίσταση, η οποία ήταν κοινωνικά ανακοινώσιμη.
Τη δεκαετία του 1980 με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και την αναγνώριση της Εαμικής αντίστασης ως εθνικής αντίστασης άρχισαν να εκδίδονται οι μαρτυρίες για τις φυλακές. Ωστόσο τα στελέχη (αυτά πρώτα εκδίδουν και ακολουθούν τα απλά μέλη) επιμένουν στις μαρτυρίες τους ότι είχαν καταδικαστεί για την αντιστασιακή τους δράση και την ιδεολογία τους. Από τις μαρτυρίες της δεκαετία του 80 ο εμφύλιος απουσιάζει. Μόνο στα μέσα της δεκαετίας του 90 αναφέρεται ότι στις φυλακές υπήρξαν έγκλειστες και αντάρτισσες του Δημοκρατικοί Στρατού.
Οι μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού αρχίζουν να εκδίδουν τις μαρτυρίες τους τη δεκαετία του 1990, γιατί, παρόλο που αποτελούσαν το 1949 το μισό του Δημοκρατικού Στρατού (30% στα μάχιμα τμήματα και 70% στις υπηρεσίες) η κοινωνία δεν μπορούσε να διαχειριστεί μια τέτοια υπόσταση: δεν υπήρχαν «ευήκοα ώτα», θα έλεγα.
Και για το βιβλίο του Νεκρού Αδελφού δεν θα υπήρχαν «ευήκοα ώτα», πριν μερικά χρόνια. Η σημερινή όμως συγκυρία, η συγκυρία της πολυδιάστατης αυτής κρίσης, μέσα στην οποία η κοινωνία προσπαθεί να φτιάξει ένα νέο αφήγημα για το παρελθόν της, πιο ρεαλιστικό και λιγότερο ηρωοποιημένο και ωραιοποιημένο, έκανε εφικτή και την έκδοση του βιβλίου Του Νεκρού Αδελφού. Και θεωρώ ότι η έκδοση αυτή αποτελεί μια ένδειξη ότι η κοινωνία μας έχει διανύσει ένα μεγάλο μέρος του δρόμου για να ξεπεράσει το διχασμό της μνήμης και της κοινωνίας. Ήδη έχουμε μπει σε μια άλλη εποχή.


[1] Στο Ν 1863/18.9.1989 (ΦΕΚ 204) «Άρση των συνεπειών του εμφυλίου 1944-1949», άρθρο 1 ως «περίοδος εμφυλίου πολέμου» ορίζεται η περίοδος από την αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής μέχρι 31.12.1949.
[2] Αντίθετα, το Γενικό Επιτελείο Στρατού, Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, εξέδωσε 16 τόμους με στρατιωτικά έγγραφα για τον ένοπλο εμφύλιο.


 





Δεν υπάρχουν σχόλια: